Για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν 450 άντρες, που κατοικούσαν στο εργοτάξιο του Μαραθώνα και σε ένα δεύτερο, μικρότερο, στη Χελιδονού.

Οι άνθρωποι που έκαναν το όραμα πραγματικότητα

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναφορές του Ευάγγελου Χεκίμογλου, στο Λεύκωμα «Υδάτινη Ιστοριογραφία: Χρονικό της διαχείρισης» του νερού στην Αττική, σχετικά με την καθημερινότητα εργατών που απασχολήθηκαν στην κατασκευή του φράγματος και της λίμνης του Μαραθώνα. Σύμφωνα με όσα αναφέρει, οι άνθρωποι αυτοί, αρχικά, είχαν κατασκηνώσει γύρω από το εργοτάξιο και διατρέφονταν πρόχειρα, με ξηρά τροφή.

Επειδή ο χρόνος κατασκευής θα ήταν μακρύς και ερχόταν ο χειμώνας, για τη μόνιμη διαμονή των εργατών κατασκευάστηκαν κοιτώνες από μάρμαρα, τα οποία υπήρχαν άφθονα στην περιοχή, που φωτίζονταν με ηλεκτρισμό, είχαν σήτες στα παράθυρα, λόγω του έντονου προβλήματος των κουνουπιών και του φόβου της ελονοσίας και το χειμώνα θερμαίνονταν κανονικά.

«Το προσωπικό στο Μαραθώνα τελικώς στεγάστηκε σε μαρμάρινους κοιτώνες, με ποιότητα λιθοδομής ίδια με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του Παρθενώνα και των άλλων κτιρίων της Ακρόπολης», αναφέρει ο Roy Gausmann, ο γενικός διευθυντής της «Ulen».

Αργότερα, οι Έλληνες εργάτες διατρεφόταν υποχρεωτικά στην καντίνα του εργοστασίου. Οι Αμερικανοί μηχανικοί είχαν εντυπωσιαστεί από τη συνήθειά τους να τρώνε, συνήθως, ψωμί με ελιές, για να εξοικονομήσουν χρήματα. Σκέφτηκαν ότι, μετά από μερικούς μήνες εργασίας, η κακή διατροφή θα τους αρρώσταινε, και εφάρμοσαν ένα είδος «υποχρεωτικής διατροφής». Κάθε εργάτης έπαιρνε τρία γεύματα ημερησίως, για τα οποία πλήρωνε το ένα τρίτο του ημερομισθίου του. Η διατροφή περιλάμβανε καθημερινώς ψάρι ή κρέας, μία οκά ψωμί και λαχανικά, ζυμαρικά, όσπρια και φρούτα.

Για τις ανάγκες του προσωπικού και του εργοταξίου, φρέσκο νερό μεταφερόταν με σωλήνα από τη Σταμάτα, ενώ στο εργοτάξιο υπήρχε και ένα μικρό νοσοκομείο, όπου μεταφέρονταν και νοσηλεύονταν οι ασθενείς εργάτες.

Ολιγωρία και γραφειοκρατία – Ο εργολάβος με το παμπάλαιο γεωτρύπανο, οι άπειροι χειριστές και οι ντιζελομηχανές που άργησαν έναν χρόνο και επτά μήνες

Φυσικά δεν έλειψαν τα εμπόδια έως την περάτωση του έργου, τα οποία συνετέλεσαν στο να χαθεί πολύτιμος χρόνος.

Η πρώτη γεώτρηση πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1926 και –σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή της «Ulen», Roy Gausmann, «ήταν ένα μάθημα για το πώς γίνονται τα πράγματα στην Ελλάδα». Ανατέθηκε σε υπεργολάβο, ο οποίος μειοδότησε για το έργο ισχυριζόμενος ότι διέθετε τεχνογνωσία και εξοπλισμό, αλλά προσκόμισε ένα παμπάλαιο γεωτρύπανο, το οποίο,  σύμφωνα με την ίδια πηγή, «θα έπρεπε να βρίσκεται σε μουσείο». Το  γεωτρύπανο αυτό το χειρίζονταν «τρεις κακοπληρωμένοι και εντελώς ανειδίκευτοι εργάτες», που ανάλωναν τον περισσότερο χρόνο για να το θέσουν και να το κρατήσουν σε λειτουργία.

Έτσι, η εργασία προχωρούσε με μεγάλες καθυστερήσεις. Τόσο μεγάλες που οι μηχανικοί βαρέθηκαν να περιμένουν και αποφάσισαν να κάνουν εκτιμήσεις για το υπέδαφος με βάση τα ευρήματα των ανώτερων στρωμάτων, σκεπτόμενοι ότι, ακόμα και αν οι εκτιμήσεις τους διαψεύδονταν, θα υπήρχε επαρκής χρόνος για να προβούν στις απαραίτητες αλλαγές, λόγω της βραδύτητας στην πρόοδο της γεώτρησης.

Για τις εργασίες ήταν απαραίτητη η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας. Οι μηχανικοί της «Ulen» αποφάσισαν ότι ο καλύτερος τρόπος παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος υπό τις δεδομένες συνθήκες ήταν οι ντιζελομηχανές. Οι Αμερικανοί θεωρούσαν την προμήθεια των ντιζελομηχανών απλή υπόθεση, αλλά στην Ελλάδα αποδείχτηκε μία μικρή Οδύσσεια. Υπέβαλαν το αίτημα στο υπουργείο το Νοέμβριο του 1925. Η υπηρεσία ελέγχου των έργων αρνήθηκε ακόμη και να το εξετάσει. Οι Αμερικανοί επανέφεραν το αίτημα, η υπηρεσία ελέγχου τροποποίησε τις προδιαγραφές της Ulen, ενέκρινε το σχετικό φάκελο στα τέλη Μαΐου του 1926.

Επακολούθησε μειοδοτικός διαγωνισμός, στον οποίο συμμετείχαν 19 προμηθευτές. Οι προσφορές ανοίχτηκαν και στάλθηκαν στο υπουργείο στις 21 Αυγούστου. Η παραγγελία δόθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1926. Οι μηχανές φορτώθηκαν για την Ελλάδα, πέρασαν από το Τελωνείο και κατέληξαν στο εργοτάξιο ένα χρόνο και επτά μήνες μετά τον αρχικό σχεδιασμό και δέκα μήνες μετά την παραγγελία. Κατά τον Gausmann, η «βραδύτητα» αυτή, συνηθισμένη για τους Έλληνες μηχανικούς, ήταν «αποκαρδιωτική» για τους Αμερικανούς, που θεωρούσαν ως επαρκέστατο χρόνο για την όλη διαδικασία το ένα τρίμηνο.

Το νέο σύστημα ύδρευσης των Αθηνών και Πειραιώς τέθηκε σε χρήση τον Ιούνιο του 1931, το επόμενο έτος, για πρώτη φορά, η Αθήνα και ο Πειραιάς “είχαν επάρκεια νερού”, με μέση ημερήσια κατανάλωση 31.350 κ.μ. από την οποία το 70% προερχόταν από τη λίμνη του Μαραθώνα.

Άλλωστε, και σήμερα ακόμη, ο Μαραθώνας, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, λειτουργεί ως βοηθητική πηγή υδροληψίας.

πηγή: pentapostagma.gr