Αρχαίοι Έλληνες μάντεις που τρόμαξαν μέχρι και τους θεούς

Δεν ήταν μόνο ο Τειρεσίας μάντης ή ο Κάλχας. Σχεδόν κάθε τόπος στην ελληνική μυθολογία είχε και τον δικό του προφήτη-ονειροκρίτη-νεκρομάντη-“φέρτε μου ένα πρόβατο να σφάξω να δω το μέλλον”.

Για παράδειγμα υπήρχε ο Τήλεμος, ο οποίος ζούσε στη χώρα των κυκλώπων και είχε προειδοποιήσει τον Πολύφημο ότι θα τον τυφλώσει ο Οδυσσέας ή ο Ίδμων, ο μάντης που είπε στον Ιάσωνα ότι θα γυρνούσαν όλοι ζωντανοί απ’ την Αργοναυτική Εκστρατεία, εκτός απ’ τον ίδιο τον μάντη, ο οποίος θα πέθαινε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Και παρά την άβολη προφητεία του, πήγε μαζί τους.

Ωστόσο υπήρχαν και κάποιοι μάντεις πιο μάντεις απ’ τους άλλους, για τους οποίους αξίζει να αναφερθούμε ξεχωριστά και αυτό θα κάνουμε αμέσως.

1. Αίσακος

Ο Πρίαμος είχε ένα γιο τον Αίσακο με μία νύμφη, την Αρίσβη με την οποία τραβολογιόταν, πριν παντρευτεί την Εκάβη, πριν δηλαδή ακόμα ευτυχίσει να αποκτήσει τον Πάρη τον αρχιπέφτουλα. Αυτός ο Αίσακος λοιπόν επειδή κρατούσε απ’ το σόι ενός άλλου μεγάλου μάντη, του Μέροπα, κληρονόμησε την ικανότητα να μπορεί να εξηγεί τα όνειρα. Και αυτό τον έκανε να μπει στη μεγάλη λίστα εκείνων των ανθρώπων που είχαν προβλέψει την πτώση της Τροίας, αλλά δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα για να τη αποτρέψουν. Ωστόσο, σε αντίθεση με την Κασσάνδρα, εκείνον τον είχαν πιστέψει.

Όταν λοιπόν η Εκάβη ήταν έγκυος στον Πάρη, είδε ένα παράξενο όνειρο, ότι γεννούσε έναν φλεγόμενο δαυλό ή σύμφωνα με άλλους ότι γεννούσε ένα τέρας με 100 χέρια, όπου το καθένα κρατούσε κι έναν δαυλό, καίγοντας την Τροία μέχρι να την εξαφανίσει για πάντα. Με λίγα λόγια, έπεσε μέσα. Και το ίδιο μέσα έπεσε και ο Αίσακος ο οποίος εξηγώντας το όνειρο, είπε στον Πρίαμο ότι το παιδί που θα γεννηθεί μία συγκεκριμένη ώρα και ημέρα, θα προκαλέσει την καταστροφή της Τροίας και γι’ αυτόν τον λόγο θα έπρεπε να το σκοτώσουν και αυτό και τη μάνα του. Ο Αίσακος είχε δίκιο, ο Πάρης γεννήθηκε στην καταραμένη ημερομηνία που είχε προβλέψει, αλλά την ίδια μέρα είχε την ατυχία να γεννηθεί κι ο μικρός Μούνιππος από τη γυναίκα του αδελφού (μάλλον) του Πρίαμου. Η επιλογή ήταν εύκολη για τον Πρίαμο: θανάτωσε το άλλο παιδί, σιγά, ένα ανήψι λιγότερο, σε ποιον θα λείψει και άφησε τον Πάρη να ζήσει. Μπράβο, σοφή επιλογή.

O Αίσακος δεν πρόλαβε κι ο ίδιος να πεθάνει κατά την καταστροφή της Τροίας, τα κατάφερε πολύ νωρίτερα. Μια μέρα καθώς τριγύριζε στις εξοχές και είδε μία πανέμορφη νύμφη, την Εσπερία, την πήρε στο κατόπι.

Εκείνη τον κατάλαβε, άρχισε να τρέχει για να του ξεφύγει, αλλά πάνω στο πανικό της πάτησε ένα φίδι, το οποίο της ανταπέδωσε την αγένεια με ένα δάγκωμα. Η νύμφη πέθανε και ο Αίσακος, απαρηγόρητος -υποτίθεται ότι την είχε ερωτευτεί, είχε καλό σκοπό- προσπάθησε να αυτοκτονήσει, πέφτοντας από έναν βράχο μέσα στη θάλασσα. Η Θέτιδα όμως πρόλαβε και τον μεταμόρφωσε σε ένα θαλασσοπούλι, την ‘αίθυια’ ή αλλιώς ‘βουτήχτρα’ και έτσι με το που έφτανε κοντά στον πάτο του βυθού, πέταξε πίσω στον αέρα. Αυτό δηλαδή που μοιάζει να κάνει και στην πραγματικότητα η βουτήχτρα (όχι ότι το ‘χω δει και ποτέ, μην κοροϊδευόμαστε. Το διάβασα).

 

2. Τροφώνιος

Όσοι είστε απ’ την Λιβαδειά αυτά μπορεί να τα ξέρετε, οι υπόλοιποι που ακούτε ‘Τροφώνιο Μαντείο’ και δεν σας λέει τίποτα, δώστε βάση. Ο Τροφώνιος ήταν ένας αρχαίος μάντης και αρχιτέκτονας που ζούσε στη Λιβαδειά, πολύ πριν αρχίσουν τα αστεία για τα σουβλάκια της, την καλή εποχή δηλαδή. Μαζί με τον αδερφό του τον Αγαμήδη είχαν χτίσει τη μισή Βοιωτία, με το σπίτι των γονιών του Ηρακλή να ξεχωρίζει, όπως ξεχώριζε και το μαντείο που είχε φτιάξει για να προμηνύει τα μελλούμενα.

Όταν, λοιπόν, τους κάλεσε ένας πάμπλουτος βασιλιάς ο Υριέας να του φτιάξουν το θησαυροφυλάκιό του, δεν φανταζόταν ότι αυτοί οι δύο φημισμένοι αρχιτέκτονες, θα τον έπιαναν κορόιδο. Οι δυο τους, λοιπόν, του έφτιαξαν ένα απολύτως ασφαλές κτίριο για να φυλάει μέσα τους θησαυρούς του, με μια μικρή λεπτομέρεια όμως: άφησαν μία πέτρα κάπως πιο χαλαρή, ώστε να τη βγάζουν, να μπαίνουν όποτε θέλουν, να τσουρνεύουν κανά διαμαντικό, να την ξαναβάζουν στη θέση της και να μην καταλαβαίνει κανείς τίποτα.

Ο Υριέας όμως κάποια στιγμή πήρε χαμπάρι ότι όλο και λιγόστευε ο θησαυρός του και έστησε παγίδα για να πιάσει τον άγνωστο ληστή, μάλλον με τη βοήθεια του Δαίδαλου. Μέσα σ’ αυτήν την παγίδα έπεσε ο Αγαμήδης, δεν μπορούσε να βγει με τίποτα και ο Τροφώνιος που κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, τον σταύρωσε τρεις φορές, του ευχήθηκε καλό ταξίδι και του έκοψε το κεφάλι, ώστε την άλλη μέρα ο Υριέας να μην καταλάβει ποιανού το ακέφαλο πτώμα είχε μέσα στο θησαυροφυλάκιό του. Έτσι, θα προστάτευε και τη δική του ταυτότητα. Όταν έφτασε πίσω στη Λιβαδειά, δυο βήματα από τον ποταμό Έρκυνα, η γη σχίστηκε στα δύο ξαφνικά και ο ο Τροφώνιος χάθηκε μέσα στο χάσμα, τον κατάπιε η γη κανονικά.

Σύμφωνα με άλλους, έσκαψε μόνος του τον λάκκο και κρύφτηκε εκεί μέσα, γιατί ο βασιλιάς είχε καταλάβει την απάτη και τον κυνηγούσε. Αυτό το χάσμα ονομάστηκε ‘λάκκος του Αγαμήδη’ και όταν ανακαλύφτηκε στη συνέχεια λατρεύτηκε ως ιερός τόπος; Γιατί; Γιατί πέρα απ’ το ότι εκτιμούσαμε από πάντα τα σούπερ λαμόγια, είχε πέσει λιμός στην πόλη και το μαντείο των Δελφών είπε στους κατοίκους ότι ένας ήρωας παλιός νιώθει παραμελημένος στην τοποθεσία ο λάκκος του και προκειμένου να σταματήσει να πεθαίνει ο κόσμος στους δρόμους, θα έπρεπε να βρουν τον τάφο του και να του αποδώσουν τιμές. Έτσι κι έγινε.

Από τότε, όσοι πήγαιναν να πάρουν χρησμό από το μαντείο του Τροφώνιου, έπρεπε να θυσιάσουν κι έναν κριό σε αυτόν τον λάκκο.

 

3. Μελάμποδας

Ο κύριος Μελάμποδας είναι κάτι σαν των Spiderman των μαντών, μόνο που εκείνον, αντί να τον τσιμπήσει αράχνη, του έγλειψαν τα αυτιά δυο μικρά φιδάκια όταν ήταν ακόμη μικρός.

Έτσι πήρε τις μαντικές του ικανότητες, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, όταν και άρχισε να καταλαβαίνει όσα λεν τα ζώα μεταξύ τους, λόγια σοβαρά, λόγια αληθινά. (συγγνώμη)

Πριν φτάσουμε σε αυτό το σιχαμερά τραυματικό περιστατικό όμως, να πούμε πρώτα ότι το όνομά του το πήρε όταν η μάνα του τον ξέχασε, βρέφος ακόμα, κάτω απ’ τη σκιά ενός δέντρου, με τα πόδια του όμως να εξέχουν στον ήλιο. Και ναι, όπως θα το μάντεψες ήδη, αυτά έγιναν μαύρα, κατάμαυρα, κατράμι κανονικό.

Έξω απ’ το σπίτι που μεγάλωνε υπήρχε μια βελανιδιά, πάνω στην οποία είχαν στήσει τη φωλιά τους κάτι φίδια. Οι υπηρέτες του σπιτιού σκότωσαν τα φίδια και του ζήτησαν στη συνέχεια να κάψει τα κουφάρια τους. Εκείνος όμως λυπήθηκε τα μικρά τα νεογέννητα φιδάκια που βρήκε ανάμεσα στα ψόφια, και αντί να τα κάψει κι αυτά, τα κράτησε για να τα μεγαλώσει. Κάποια μέρα, όταν αυτά είχαν γίνει κοτζάμ κτήνη, τον είδαν που τον είχε πάρει ο ύπνος, στάθηκαν πάνω στους ώμους του και άρχισαν να του καθαρίζουν τα αυτιά με τις γλώσσες τους. Εκείνος ξύπνησε φοβισμένος και όταν κατάλαβε ότι μπορούσε να αντιληφθεί τι έλεγαν τα πουλιά, τα ζώα, οτιδήποτε περνούσε από κοντά του, τα ‘χασε. Πολύ αργότερα θα μάθει να μαντεύει το μέλλον και διαβάζοντας τα σφαγιά, ενώ κάποια στιγμή συνάντησε και τον ίδιο τον Απόλλωνα, ο οποίος τον τελειοποίησε στην τέχνη της μαντικής.

Ο ‘Μελάμπους’ θεωρείται και ο πρώτος ιατρομάντης στην αρχαιότητα, καθώς εκείνον κάλεσε ο βασιλιάς της Τίρυνθας στην πόλη του προκειμένου να γιατρέψει τις τρεις κόρες του που είχαν τρελαθεί.

Εκείνες, είτε επειδή προσέβαλαν το Διόνυσο είτε επειδή είπαν κάτι παραπάνω για την πιο αχώνευτη των θεών, την Ήρα, είχαν χάσει το μυαλό τους και τριγύριζαν στα βουνά παραδομένες στη μανία. Ο Μελάμποδας, που γνώριζε τη λατρεία του Διόνυσου -θεωρείται και ως ο πρώτος που νέρωσε το κρασί του-, προσφέρθηκε να τις γιατρέψει με αντάλλαγμα το ένα τρίτο του βασιλείου.

Ο Προίτος όμως, ο βασιλιάς της Τίρυνθας, ως τσίπης τελείως που ήταν, θεώρησε υπερβολική την απαίτηση του μάντη και του έριξε άκυρο. Όταν όμως άρχισαν να τρελαίνονται και οι υπόλοιπες γυναίκες των Αργείων, οι οποίες δεν δίσταζαν να σκοτώσουν μέχρι και τα παιδιά τους, τον παρακάλεσε να επιστρέψει και να τους σώσει. Ο Μελαμπόδας ως σωστός εκμεταλλευτής γερολαδάς αυτή τη φορά του πάτησε τον κάλο και του ζήτησε τα δύο τρίτα του βασιλείου του, το ένα για τον ίδιο και το άλλο για τον αδελφό του, τον Βίαντα. Τι να κάνει και ο Προίτος, δέχτηκε.

Μαζί με άλλους Αργείους, ο Μελάμποδας κυνήγησε στη Σικυώνα τις γυναίκες που εν τω μεταξύ προσπαθούσαν να τους ξεφύγουν. Εκεί η Ιφινόη, μια από τις τρεις κόρες του Προίτου, έχασε τη ζωή της, με την καταδίωξη να συνεχίζεται μέχρι και την οροσειρά των Αροανίων. Σε αυτό το μέρος τις βρήκε ο μάντης και τις οδήγησε στην τοποθεσία Λουσοί, όπου με μυστικές τελετές και διάφορα μαγικά βότανα καταφέρει να τις επαναφέρει στα συγκαλά τους. Στη συνέχεια πέταξε στον Άνιγρο ποταμό, κάπου νοτιοδυτικά της Ολυμπίας, τα αντικείμενα που χρησιμοποίησε για τον εξαγνισμό και γι’ αυτόν τον λόγο αναδύεται από τότε μια άσχημη μυρωδιά μέσα από τον ποταμό.

Μετά από αυτό, ο Προίτος πάντρεψε την Ιφιάνασσα με τον Μελάμποδα και την άλλη του κόρη με τον αδελφό του μάντη, τον Βίαντα, προκειμένου, και να ανέβουν στον θρόνο όπως τους υποσχέθηκε, αλλά και να τους κρατήσει στην οικογένεια. Τσίπης, αλλά ξύπνιος.

 

4. Πολύιδος

Τελειώνουμε με έναν μάντη απ’ την Κόρινθο, ιδιαίτερα διάσημο στην αρχαιότητ, κυρίως επειδή κατάφερε να αναστήσει τον γιο του Μίνωα, τον μικρό Γλαύκο. Ο αδιανόητα πλούσιος πιτσιρικάς περνούσε την ώρα του κυνηγώντας ποντίκια, όταν κάποια στιγμή γλίστρησε και έπεσε μέσα σε ένα πιθάρι με μέλι, με αποτέλεσμα να πνιγεί. Και σαν να μην έφτανε μόνο αυτό, κανείς δεν μπορούσε να τον βρει, δεν ήξερε κανείς τι απέγινε. Σύμφωνα με τον μύθο, ο ίδιος ο Απόλλωνας αποκάλυψε στον Μίνωα που βρισκόταν το πτώμα του παιδιού, με τους Κουρήτες να συμπληρώνουν ότι θα κατάφερνε να το επαναφέρει στη ζωή όποιος θα περιέγραφε με τον καλύτερο τρόπο το χρώμα μιας αγελάδας που άλλαζε τρεις φορές την ημέρα.  Πρώτα το ζωντανό γινόταν άσπρο, μετά κόκκινο κι ύστερα μαύρο.

Ο Μίνωας συγκέντρωσε τους πιο ικανούς για να δοκιμάσουν να περιγράψουν την αγελάδα (δεν ξέρω πως ορίζονται οι πιο ικανοί για κάτι τέτοιο) και μόνο ο Πολύιδος από το Άργος -αλλού αναφέρεται ως ‘Πολύειδος’- κατάφερε να το περιγράψει με τον καλύτερο τρόπο. Παρομοίωσε το χρώμα της αγελάδας με των μούρων, δηλαδή αρχικά λευκό, μετά κόκκινο και όταν πια έχει ωριμάσει για τα καλά, μαύρο.

Ο Μίνωας τότε ζήτησε από τον μάντη να αναστήσει τον μικρό του γιο, αλλιώς δεν θα τον άφηνε ποτέ να φύγει από το νησί και να γυρίσει στην πατρίδα του. Οι στρατιώτες τον πήραν και τον έκλεισαν μέσα στο κελάρι που είχε βρεθεί νεκρός ο μικρός και του λένε ‘”έλα τελείωνε, κάνε τα μαγικά σου, μην τον νευριάζεις άλλο”.

Τότε, μέσα απ’ το πουθενά εμφανίστηκε ένα φίδι, το οποίο άρχισε να πλησιάζει το σώμα του παιδιού. Ο μάντης το σκότωσε και στη συνέχεια είδε να εμφανίζεται κι ένα δεύτερο φίδι, το οποίο κουβαλούσε στο στόμα του ένα βότανο. Με αυτό, άγγιξε το νεκρό φίδι και το ανέστησε. Ο Πολύιδος κατάλαβε ότι κάτι περίεργο παίζει εδώ, άρπαξε το βότανο απ’ το στόμα του ερπετού, έτριψε μ’ αυτό το σώμα του παιδιού και μετά από λίγο ο Γλαύκος γύρισε στη ζωή και τα μάταια μικροπροβλήματά της.

Ο Μίνωας είχε σκοπό να αθετήσει την υπόσχεσή του, και να μην τον αφήσει να φύγει, εκτός κι αν μάθαινε στον νεκραναστημένο, την τέχνη της μαντικής. Ο Πολύιδος δίδαξε αναγκαστικά το μικρό κακομαθημένο ζόμπι όλα τα μυστικά του, αλλά μπαίνοντας στο καράβι για να φύγει για το Άργος, τον έκανε να τα ξεχάσει όλα, φτύνοντας μέσα στο στόμα του.

Το βοτάνι που έφερε τον Γλαύκο πίσω απ’ το βασίλειο των νεκρών, υποτίθεται ότι το έσωσε στη συνέχεια ο Ασκληπιός και το κράτησε για να ζωντανεύει εκείνος τους νεκρούς.

Ο Πολύιδος ήταν πρωταγωνιστής σε πολλούς ακόμα αρχαίους μύθους. Για παράδειγμα, ήταν εκείνος που έδειξε στον Βελλερεφόντη σε ποια πηγή πρέπει να πάει προκειμένου να πιάσει τον Πήγασο, απάλλαξε τον βασιλιά της Μυσίας Τεύθραντα από τη μανία και από τη λέπρα, με τα οποία τον τιμώρησε η Άρτεμη, γιατί δεν είχε τηρήσει τους ιερούς κανόνες του κυνηγιού, ενώ είπε και στον γιο του, τον Ευχήνορα, ότι “κοίτα, θα πεθάνεις σίγουρα νέος, οπότε διάλεξε: θες να μείνεις εδώ και να πας από αρρώστια ή να ακολουθήσεις τον Αγαμέμνονα στην Τροία και να πεθάνεις εκεί”; Ο Ευχήνορας διάλεξε το δεύτερο, ακολούθησε τους Έλληνες, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί από τον Πάρη το αρχιγιωτόμπαλο, οπότε μάλλον η αρρώστια να ήταν τελικά κάπως πιο ένδοξη ως θάνατος. Άτυχη στιγμή και για πατέρα και για γιο. Συμβαίνει.

Συντάκτης: Κώστας Μανιάτης
πηγή: oneman.gr