Eφυγε από τη ζωή και ο Δημήτρης Μπαβέλλας του Wild Rose

Το είδαμε στο facebook από ανάρτηση του Andro.gr και αιφνιδιαστήκαμε. Πράγματι ο δημιουργός του κλαμπ Wild Rose υπήρξε ένας τζέντλεμαν. Το κείμενο είναι της Ήρα Σινιγάλια από τοAndro.gr 

In memoriam Δημήτρη Μπαβέλλα: ένας τζέντλεμαν που έφτιαξε μύθο με το κλαμπ Wild Rose

Λάτρης της ροκ, ιδιοκτήτης club που ξέφυγε από την κοινοτοπία του «ανθρώπου της νύχτας», άνθρωπος που ανέπνεε μέσα από τις λέξεις «φίλος» και «οικογένεια».

Είναι άβολο να γράφω για τον Δημήτρη Μπαβέλλα, γιατί όσοι τον γνώρισαν δύσκολα μπορούν να τακτοποιήσουν τη σκέψη και το συναίσθημά τους στο μέγεθος της απώλειας. Με εκείνον τον αιχμηρό τρόπο που θέλει να ισιώσει την οδύνη της φυγής συντονίζονται στην αίσθηση της παρουσίας του, παρότι διανύουμε την τρίτη εβδομάδα που έφυγε από κοντά μας. Είναι άβολο να γράφω για τον Δημήτρη Μπαβέλλα ως θνητό που ταξίδεψε στη χώρα της άυλης αιωνιότητας και να κρατήσω την απόσταση που χωρίζει την αφήγηση από τον επικήδειο, εκείνη τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην ψύχραιμη γραφή και το μελό.
Είναι άβολο να γράφω για τον Δημήτρη Μπαβέλλα ως ηττημένο για μία και μοναδική φορά, όταν ξέρω πως ολόκληρη η ζωή του ήταν μια συστοιχία θάρρους, αξιοπρέπειας και γενναιοδωρίας, πέρα από τα όρια που επιβάλλουν οι συμβάσεις κι αυτό μπορεί να τον έφερε μπροστά στην επιβεβαίωση του ρητού ουδείς πιο αχάριστος από τον ευεργετηθέντα, αλλά εκείνος προχωρούσε φορτωμένος με αυτή τη διαπίστωση αλλά και με το χάρισμα να ανοίγει νέους δρόμους. Είναι άβολο να γράφω για τον Δημήτρη Μπαβέλλα ως θνητό που ταξίδεψε στη χώρα της άυλης αιωνιότητας και να κρατήσω την απόσταση που χωρίζει την αφήγηση από τον επικήδειο. Δημήτρης Μπαβέλλας λοιπόν, δημιουργός και άνθρωπος.
Αυτά τα δύο δεν τα ξεχωρίζω. Εισχωρεί το ένα στο άλλο για να πλάσει το μεγάλο του έργο, που όλοι στην Αθήνα τουλάχιστον γνώρισαν, το ιστορικό Wild Rose. Στην αρχή το έστησε στο Λυκαβηττό και μετά από κάμποσα χρόνια στο υπόγειο της Πανεπιστημίου. Ένα μαγαζί που πορεύτηκε κοντά είκοσι χρόνια και δημιούργησε νέα ήθη στη διασκέδαση σε μια Αθήνα που ανακάλυπτε τον έξω καρδιά εαυτό της μέσα από τα τότε νιάτα που διψούσαν να διασκεδάσουν, όπως τους άξιζε μάλλον, παρά όπως τους πλάσαραν οι κλαμπάρχες της εποχής.
Ξεκινώντας από τα μικρότερα, σε μια εποχή που το καθαρό ποτό δεν ήταν δεδομένο, το δόγμα του Δημήτρη ήταν ξάστερα ποτά, φρεσκοστυμμένοι χυμοί, καλά κοκτέιλ. Μακριά οι μεζούρες και οι μπόμπες για χάρη ενός κακόγουστου κέρδους σε βάρος του κόσμου. Εκεί όμως που η εμμονή του Δημήτρη συναντούσε τη διαφορά του Wild Rose, σαν μια χημική ένωση που παράγει ένα πολύτιμο στοιχείο, είναι η ποιότητα του ήχου.

Γνώριζε την ανατομία του, ποια ηχεία θα δώσουν το καλύτερο αποτέλεσμα, πώς τα μπάσα θα συνταράξουν την καρδιά σου και πώς τα πρίμα θα χαϊδέψουν τα αυτιά σου για να αποφύγεις το βασανιστήριο του κακοραμένου ακούσματος. Όταν έγινε η ιστορική συναυλία των Pink Floyd στην Αθήνα, πήγε νωρίς στο στάδιο για να ακούσει από που σκάει ο ήχος είχε πει, σχολιάζοντας ένα αγαπημένο του τραγούδι από το συγκρότημα αυτό, το Wish you were here, από τον ομώνυμο δίσκο. Ήταν εκείνο το λυπημένο, μα τόσο στιβαρό κομμάτι, που προφητικά του θύμιζε εκείνους που έφυγαν. Μουσική λοιπόν. Ένας άλλος συνδετικός κρίκος στην αλυσίδα που ένωνε την προσωπικότητά του. Και που έδωσε το στίγμα του μαγαζιού του. Για μια γενιά που ανατράφηκε με το χείμαρρο της ροκ και σαν άκουσμα και σαν τρόπο ζωής, σε μια Ελλάδα που η λέξη αυτή ήταν κάτι σαν ξόρκι στη δεκαετία του εβδομήντα, τα νιάτα της εποχής, άλλοτε έτρεχαν σε πορείες και άλλοτε έβρισκαν διέξοδο στις ηλεκτρικές κιθάρες των Ζέπελιν, των Φλόιντ, του Σαντάνα.
Ήταν το βάλσαμο και η άλλη επανάσταση, η πολιτιστική αμφισβήτηση, κόντρα στον συντηρητισμό και τον καθωσπρεπισμό μιας μικροαστικής δεινοσαυρικής κοινωνίας. Ο μεταχρονολογημένος χιπισμός που ξέδινε στη Μύκονο -καμία σχέση με το παραμάγαζο της κόκας και της ξετσιπωσιάς που είναι σήμερα το νησί- με πάρτι στην πανσέληνο στον Πάνορμο, με γυμνισμό, ροκ και αγάπη βρήκε στο Wild Rose τη συνέχειά του. Ο Δημήτρης, σαν γνήσιος εκπρόσωπος αυτής της επεισοδιακής γενιάς, κένταγε τις μουσικές του μαγαζιού, είχε σοφό λόγο σε αυτές, έψαχνε τους δίσκους με εμμονή, περίμενε τις καλές εισαγωγές, ξέτριβε τα βινίλια, διάλεγε τα κομμάτια που έδιναν σάρκα και οστά στο Wild, όπως ο ίδιος το έλεγε και φυσικά, σαν σύνθημα, εξαπλώθηκε στην Αθήνα. Όπως το Wild is the Wind, το αγαπημένο του τραγούδι, του David Bowie που ένα βράδυ τον ευχαρίστησε στις Μούσες για τη μουσική που μας χάρισε.
Με τον Μπάμπη -Astra- Πασάογλου στη Μύκονο.
Μα όλα αυτά κι άλλοι μπορούσαν να τα κάνουν, θα πεις. Λίγο να στάξεις ψαγμένη μουσική, κάμποσο καλό ποτό να προσθέσεις, άλλο τόσο να φροντίσεις τον ήχο, αξιοπρεπές μαγαζί θα βγάλεις. Καθόλου αυτονόητο. Τα μαγαζιά τα φτιάχνουν οι άνθρωποι, όχι οι τοίχοι. Ο άνθρωπος Δημήτρης Μπαβέλλας λοιπόν, δεν ήταν ο τυπικός ιδιοκτήτης κλαμπ. Δεν ήταν αυτό που λέμε άνθρωπος της νύχτας, παρότι ζούσε σε αυτήν και από αυτήν. Κι εκεί είναι η γενναιότητά του και το τιτάνειο ήθος του. Ο Δημήτρης, σαν γνήσιος εκπρόσωπος αυτής της επεισοδιακής γενιάς, κένταγε τις μουσικές του μαγαζιού, είχε σοφό λόγο σε αυτές, έψαχνε τους δίσκους με εμμονή. Ήταν ένας τζέντλεμαν να πέρασε στην επικράτεια των κλαμπ. Με αξίες και ποιότητες που οι συνάδελφοί του δεν μπορούσαν να φανταστούν και να μεταβολίσουν. Δεν είναι μόνο ότι φρόντιζε σχεδόν πατρικά τον κόσμο που δούλευε για εκείνον.
Δεν είναι ότι πρόσεχε τις κοπέλες του μαγαζιού να φεύγουν ασφαλείς από το Wild. Δεν είναι ότι στο μαγαζί του οι πελάτες διασκέδαζαν άνετα και με ασφάλεια χωρίς ενοχλητικούς. Δεν είναι ότι το Wild ήταν ένα μαγαζί καθαρό από ντρόγκες και όλα τα επακόλουθα. Είναι ότι όλα αυτά είχαν τη δική του σφραγίδα, όχι βολική και αναίμακτη. Δεν ξέρω πόσα αυτόφωρα είχε εγγράψει στο βίο του, πόσες κόντρες και προκλήσεις είχε απαντήσει, πόσα μπραβιλίκια είχε αντιμετωπίσει. Με έναν τρόπο δικό του διέσχιζε τον αγριεμένο δρόμο της ευθύνης, πρωτίστως απέναντι στο αξιακό του σύστημα και έπειτα απέναντι στους άλλους. Το κόστος μεγάλο, μεγαλύτερο όμως το δώρο. Οι φίλοι.
Η ζωή έδωσε στον Δημήτρη ανθρώπους που τους τίμησε και τον τίμησαν. Διόλου τυχαίο ότι όταν οι πρώτοι πελάτες μεγάλωσαν και αποχαιρέτησαν το Wild, έστελναν τα παιδιά τους στα μαγαζιά του Δημήτρη, γιατί ήξεραν ότι εκείνος θα τα προσέξει, θα τα κανακέψει, θα τα ενηλικιώσει με τον τρόπο του. Μαζί τους έστησε τη δεύτερη γενιά του Wild και έτσι εξηγείται το αειθαλές κύτταρό του. Γιατί ο Δημήτρης Μπαβέλλας δεν ήξερε τη λέξη πελάτης. Γνώριζε και ανέπνεε μέσα από τη λέξη φίλος, οικογένεια (αδελφή, ξαδέρφια και ανίψια). Κι εδώ ανοίγει η άλλη του διάσταση, το χόμπι του που τόσο αγαπούσε, το κυνήγι. Σουδάν, Λαμία, Καστοριά, Αγγλία, Νότιος Αφρική, Πελοπόνησσος. Ο θρυλικός Doggy Man σε αυτοκόλλητο που διαφήμιζε τις περίφημες Rock Tuesdays στο Wild Rose. Γιάννης Λοβέρδος, Γιάννης Αποστολόπουλος, Λευτέρης Κακαβούλης, Γιάννης Μανάρας, Τάσος, Στέργιος, Κωστής Ψύχας, Βασίλης Σακελαρόπουλος και τόσοι άλλοι.
 Και ατέλειωτες κουβέντες για το πού ο άνεμος φέρνει τις λατρεμένες του τσίχλες, σχέδια επί χάρτου για το επόμενο κυνήγι, καθάρισμα των όπλων του, φόρτωμα στο αυτοκίνητο και νύχτα νυχτωμένη αναχώρηση για να προλάβουν τα πουλιά. Δεν ήθελε να κυνηγάει άλλα ζώα, μόνο τσίχλες και καμιά πέρδικα. Μακρυά από τα ρεκόρ, τους αριθμούς και τις μυθιστορίες που τους συνοδεύουν. Μόνο η παρέα, τα αξημέρωτα ξημερώματα με τους αχνιστούς καφέδες, τις πλάκες, τα ανοιχτά παράθυρα του ΚΙΑ που έθεταν σε δοκιμασία όσους επέβαιναν μαζί του, τις βραδιές στις ταβέρνες, τα πρωινά των φτερουγισμάτων. Πάνω από όλα, η σύνδεση και οι στιγμές της, το μαζί, ήταν το κυνήγι για τον Δημήτρη. Ο Δημήτρης Μπαβέλλας σε μια βάφτιση. Το Barbour που ήθελε κέρωμα, τα συντροφικά του μαχαίρια, το άφιλτρο στριφτό, το χακί πουλόβερ που κρατούσε από το στρατό.

Ήταν ο Αύγουστος που έδινε το σύνθημα για ένα εξάμηνο της δικής του περιπλάνησης σε μια εμπειρία που τον ξαλάφρωνε από τα ζόρια της νύχτας και της ψυχής του. Ήταν το οξυγόνο του απέναντι στις ασφυξίες που κάθε σώφρων άνθρωπος είναι ορισμένος να τις υποστεί. Απέναντί τους όμως στέκονταν τα χασμούσια, οι λιχουδιές της ύπαρξης, έτσι όπως τις όριζαν οι βοηθοί του στο Σουδάν. Και μιας και οι λέξεις με πάρκαραν εδώ, θυμάμαι το ντουέτο του, τον Γιάννη Λοβέρδο. Δύο χρόνια μπάρκαρε για το μεγάλο πουθενά. Τον ακολούθησε ο Δημήτρης. Κι έτσι ο κύκλος έκλεισε. Ο άλλος που θα ανοίξει θα φέρει το χαμόγελό του. ΟΔημήτρης Μπαβέλλας δεν ήξερε τη λέξη πελάτης. Γνώριζε και ανέπνεε μέσα από τη λέξη φίλος, οικογένεια (αδελφή, ξαδέρφια και ανίψια).

Τι αφήνει πίσω του αυτός ο μονήρης άνδρας, όπως τον έλεγε μια ψυχή; Στον καθένα μια ξεχωριστή γεύση. Σε όλους την γρανιτένια του γενναιότητα, όταν η αρρώστια του χτύπησε την πόρτα. Δεν ξέρω πόσοι θα άντεχαν πέντε εγχειρήσεις, δεκαδικές χημειοθεραπείες, παράτολμες διαγνώσεις, αλλεπάλληλες αγωνίες για τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Εμείς οι υπόλοιποι θνητοί ανατριχιάζαμε στο άκουσμά τους. Εκείνος έλεγε, αν είναι να λυγίσω το θηρίο, φύγαμε. Το λόγο έχει το νυστέρι. Τέσσερις μήνες και βάλε στο Υγεία. Κάθε Πέμπτη Pinky Blinders. Τελευταία νύχτα, ξημερώματα Παραμονής Πρωτοχρονιάς. “Βάλε τη μάσκα σου”. “Συγνώμη, το ξέχασα”. “Δεν ακούω το κινητό μου, κάνε κάτι”. Στη διαπασών το οξυγόνο. “Θα έρθω αύριο να σε δω”. Μία τα ξημερώματα, Παραμονή Πρωτοχρονιάς, μία κρίση ακόμα, εντατική. Η Δήμητρα, η αγαπημένη του ανιψιά, πίσω από την πόρτα. “Θα τα καταφέρει”. Τελεία. Τα μηχανήματα κλείνουν. Η μνήμη ανοίγει, το αντίο δεν μένει πια εδώ.

 

Με τον Μπάμπη -Astra- Πασάογλου στη Μύκονο

πηγή: kourdistoportocali.com