Έρχεται τσουνάμι: Τι συνέπειες θα έχει στην τσέπη μας η κατάρρευση του πετρελαίου

Φανταστείτε σήμερα το πρωί να μπαίνατε στο αυτοκίνητό σας και να αποφασίζατε να γεμίσετε το ρεζερβουάρ. Φτάνοντας, όμως, στο βενζινάδικο να βλέπατε μια τεράστια ουρά με βυτία που μεταφέρουν καύσιμο, ενώ την ίδια ώρα και οι δεξαμενές του πρατηρίου έχουν φουλάρει ασφυκτικά.


Οι ιδιοκτήτες επιστρατεύουν κάθε διαθέσιμο χώρο (βαρέλια, μπιτόνια, ακόμη και πλαστικά ποτήρια μιας χρήσης) προσπαθώντας να αποθηκεύσουν κάπου τον «μαύρο χρυσό». Και πάλι, όμως, οι διαθέσιμοι χώροι δεν επαρκούν,  ακόμη κι όταν χρησιμοποιηθεί κάθε πιθανή ή απίθανη «καβάτζα», αφού λόγω των μέτρων περιορισμού των μετακινήσεων για τον κορωνοϊό, εκτός από εσάς, δεν υπάρχει κανένας άλλος διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει βενζίνη.

Όταν, λοιπόν, θα ξεστομίσετε την κλασική (και για πολύ καιρό ξεχασμένη εξαιτίας της προηγούμενης οικονομικής κρίσης) ατάκα «φούλαρέ το», ο υπάλληλος αντί να σας ζητήσει αντίτιμο για τα καύσιμα που μόλις σας πούλησε, να έβγαζε από την τσέπη του κι ένα «εικοσάευρο» προκειμένου να σας ξεπληρώσει για την χάρη που του κάνατε, απαλλάσσοντάς τον από την υποχρέωση (και τα έξοδα) του να βγει στην αγορά και να νοικιάσει ή να αγοράσει νέες δεξαμενές προκειμένου να αποθηκεύσει το πετρέλαιο που είχε παραγγείλει και τώρα πια δεν έχει τι να το κάνει.


Το παραπάνω σενάριο, βέβαια, δεν πρόκειται να συμβεί, αλλά είναι μια αναγωγή, μια μικρογραφία του τι συνέβη στις αγορές που είχε ως αποτέλεσμα την ιστορική «κάτω του μηδενός» τιμή στο αμερικανικό αργό πετρέλαιο παράδοσης Μαΐου στην Νέα Υόρκη.

Η πρωτοφανής πτώση στις τιμές είναι ένας συνδυασμός δύο παραγόντων. Ο πρώτος αφορά την «αιώνια» σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, που αποτελεί θεμελιώδη αιτία διαμόρφωσης των τιμών. Λόγω κορωνοϊού και του lockdown, έχει βυθιστεί η ζήτηση, την ίδια ώρα που οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες-μέλη του OPEC, δεν έχουν περαιτέρω δυνατότητα μείωσης της παραγωγής τους. Ο συνδυασμός της αυξημένης προσφοράς με την περιορισμένη ζήτηση ρίχνει νομοτελειακά τις τιμές, αλλά από μόνος του δεν αρκεί για να εξηγήσει το χθεσινό φαινόμενο.

Για να αποκρυπτογραφηθεί καλύτερα η κατάσταση πρέπει να προσθέσουμε στην ανάλυση κι ένα άλλο βασικό στοιχείο του συστήματος της ελεύθερης αγοράς, που δεν είναι άλλο από την κερδοσκοπία. Αρκετοί επενδυτές είχαν σπεύσει να αγοράσουν τα futures Μαΐου (δηλαδή συμφωνίες που αφορούν παράδοση τον συγκεκριμένο μήνα) με σκοπό να τα πουλήσουν ακριβότερα πριν την λήξη τους, με την καταληκτική ημερομηνία να είναι σήμερα (Τρίτη, 21 Απριλίου). Όπως, όμως, συμβαίνει με τους «εγκλωβισμένους» του χρηματιστηρίου, είδαν τις προβλέψεις τους για κέρδη να διαλύονται εξαιτίας της κρίσης και αποφάσισαν να «ξεφορτωθούν» τα μειωμένης αξίας «αγαθά», ρίχνοντας ακόμη περισσότερο λάδι (στην προκειμένη περίπτωση… πετρέλαιο) στην φωτιά και πυροδοτώντας ένα ντόμινο ακόμη μεγαλύτερης πτώσης των τιμών και σπέρνοντας τον πανικό στις αγορές.


Ουσιαστικά, πια, οι δεξαμενές αποθήκευσης έχουν «τιγκάρει», ζήτηση για να απορροφηθεί το προϊόν δεν υπάρχει, ενώ οι προβλέψεις για βαθιά οικονομική ύφεση εντείνουν την αίσθηση απαισιοδοξίας και επιδεινώνουν την κρίση.

Το εύκολο συμπέρασμα που θα μπορούσε να βγάλει κανείς είναι ότι αυτή η μείωση των τιμών θα ήταν ευλογία για τους καταναλωτές (ιδιώτες ή επιχειρήσεις), όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην συγκεκριμένη περίπτωση. Κι αυτό διότι ο τελικός χρήστης του προϊόντος έχει πεπερασμένη δυνατότητα αποθήκευσης. Μπορεί, δηλαδή, να επωφεληθεί μέχρις ενός σημείου, που σε βάθος χρόνου δεν κάνει και καμιά τρομερή διαφορά. Θυμηθείτε ξανά το παράδειγμα με το ΙΧ σας. Ακόμη κι αν γεμίσετε το ρεζερβουάρ, δεν πρόκειται να έχετε σημαντικό κέρδος εάν έχετε αποφασίσει να κάνετε τον γύρο του κόσμου με αυτοκίνητο. Όταν χρειαστεί μετά από 500-600 χιλιόμετρα να βάλετε βενζίνη ξανά, θα την αγοράσετε σε μια νέα (πιθανότατα πολύ μεγαλύτερη) τιμή για να καλύψετε τα υπόλοιπα 40.000 χιλιόμετρα που είναι η περιφέρεια του πλανήτη…

Ποιοι κερδίζουν από την σημερινή κατάσταση; Αυτοί που αρχικά φάνηκε να είναι οι μεγάλοι χαμένοι της υπόθεσης. Οι εφοπλιστές! Και πιο συγκεκριμένα εκείνοι που διαθέτουν στόλο με ικανό αριθμό τάνκερ. Ενώ είχαν δει τις δουλειές τους να παίρνουν την «κάτω βόλτα» αφού ζήτηση για πετρέλαιο (κι επομένως ανάγκη για μεταφορά του) δεν υπήρχε, πλέον προσφέρουν τα πλοία τους ως χώρο φύλαξης και αποθήκευσης του «μαύρου χρυσού», το οποίο θα είναι σε θέση να διαθέσουν ξανά όταν επανέλθει η «κανονικότητα» και οι τιμές τραβήξουν ξανά την ανηφόρα…


Σε πρόσφατη έκθεσή του, ο OPEC είχε εκτιμήσει ότι για το δεύτερο τρίμηνο του 2020 η πτώση μπορεί να άγγιζε σχεδόν τα 12 εκατ. βαρέλια την ημέρα, με τον Απρίλιο να αποτελεί τον χειρότερο μήνα, όπως και τελικά συνέβη. Στη συνέχεια, όμως, όταν σταδιακά θα υπάρξει άρση των περιοριστικών μέτρων, η ζήτηση θα εκτοξευθεί βίαια αφού οι επιχειρήσεις θα χρειαστούν καύσιμα για να λειτουργήσουν ξανά και κατά συνέπεια οι εταιρείες πετρελαιοειδών θα καλύψουν με σχετική άνεση την σημερινή χασούρα.

Στην ουσία αυτό που ζούμε εντάσσεται απλά στο πλαίσιο μιας γενικότερης κρίσης, εντείνοντας και βαθαίνοντας τα χαρακτηριστικά της. Οι μεγάλες εταιρείες έχουν και το μέγεθος και τα εργαλεία προκειμένου να αντέξουν, μετακυλίοντας σημαντικό μέρος της ζημιάς τους σε τρίτους. Το πραγματικό πρόβλημα για αυτές θα δημιουργούνταν μόνο εάν η μείωση στη ζήτηση ήταν αποτέλεσμα στροφής του κοινού σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που θα καθιστούσαν το πετρέλαιο αχρείαστο. Οι ίδιες, όμως, είναι που βάζουν διαρκώς εμπόδια στην χρήση τους, χρηματοδοτώντας παράλληλα λόμπι (ή και ευθέως πολιτικούς) ώστε να μην καταφέρουμε ποτέ ως κοινωνίες να απεξαρτηθούμε από τα ορυκτά καύσιμα…


Τέλος, ακόμη ένας λόγος για τον οποίο η πτώση στις τιμές του πετρελαίου δεν μπορεί να μας προκαλεί αισιοδοξία, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις χωρών όπως η Ελλάδα, είναι ο τεράστιος βαθμός συσχέτισης των δημοσίων εσόδων με τους φόρους και τα τέλη επί της λιανικής τιμής της βενζίνης. Η καταβαράθρωση της ζήτησης σημαίνει αυτόματα την δημιουργία μιας τεράστιας «τρύπας» στα ταμεία του κράτους, που είχε καταγράψει στους ισολογισμούς του μεγάλα ποσά που υπολόγιζε ότι θα εισπράξει μέσω της έμμεσης φορολογίας, του ΦΠΑ και των δασμών. Σε μια εποχή που ήδη έχουν δαπανηθεί δισεκατομμύρια ευρώ για την αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, ενώ ταυτόχρονα προβλέπεται τεράστια ύφεση, την ίδια ώρα που ετοιμαζόμαστε ως χώρα να δεχτούμε τρομερό χτύπημα λόγω της εξάρτησής μας από τον τουρισμό, το να μειώνονται κι άλλο οι πηγές εσόδων του κράτους, νομοτελειακά θα οδηγήσει τους κυβερνώντες σε αναζήτηση νέων πηγών χρηματοδότησης.

Και στον σύγχρονο κόσμο αυτές είναι οι εξής οι δύο. Είτε ο εξωτερικός δανεισμός, που όλοι είδαμε την προηγούμενη δεκαετία πού οδήγησε, είτε απευθείας στις τσέπες μας με αύξηση των φόρων και περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα.

ΠΗΓΗ: menshouse.gr