Η Γλυφάδα όπως τη γνώρισαν και την αγάπησαν 9 Αθηναίοι που έζησαν εκεί (και κάποιοι ζουν ακόμα) τα καλύτερά τους χρόνια
Η Γλυφάδα, το χωριό μου
Γεννήθηκα στη Γλυφάδα του ’70. Τότε με τα Μπόμπις 1, 2, 3, τη Σπάιντερ, το Γιούρις και την Αστάρντι. Ήταν η εφηβεία μου αυτή η Γλυφάδα. Αυτά, όμως, που θυμάμαι με περισσότερη αγάπη ήταν τα παιδικά χρόνια, τότε που κάναμε τα πάντα με τα ποδήλατα, πηγαίναμε για μπάνιο κάτω από το σπίτι (στου Διαμάντη). Αναπολώ με αγάπη εκείνα τα καλοκαίρια με τους άπειρους τσακωμούς με την αδελφή μου για την κούνια που είχε φτιάξει η γιαγιά στον κήπο, να κυνηγάμε τις κότες, να ξαπλώνουμε στην ταράτσα και να χαζεύουμε τις κοιλιές των αεροπλάνων.
Θυμάμαι εκείνο τον πολύ χοντρό κύριο απέναντι από το σπίτι που έβγαινε κάθε απόγευμα με το βρακί στη βεράντα κι έτρωγε καρπούζι με το κουτάλι της σούπας (χειμώνα δεν τον είχαμε δει ποτέ). Μου λείπουν εκείνα τα παιδικά καλοκαίρια που έμπαινε ο μεσημεριανός ήλιος από τις γρίλιες των ξύλινων παντζουριών και μελώνανε τα μάτια. Που περιμέναμε να έρθει Σάββατο βραδάκι να μας πάει ο μπαμπάς για μιλκσέικ στο Ρόγιαλ ή για «πατάτες με μαγιό» (mayo) στο Κουίνς. Η Γλυφάδα θα είναι πάντα έτσι στην καρδιά μου, το χωριό μου.
— Ρινέττα Κοσκινίδου, γραφίστρια
Άλιεν στην Πλατεία Εσπερίδων
Έβλεπα το Alien: Resurrection σε μία από τις αίθουσες του Cinepolis, που είχε γίνει κανονικό στέκι μου από τότε που άρχισε να λειτουργεί, πολύ πριν έρθει το τραμ στη Γλυφάδα, όταν ακόμη δέσποζε ο Αίνος (με τα σουβλάκια του) στη Μεταξά και ενώ είχαμε ήδη σοβαρή σχέση με τις τυρόπιτες του «Τάσσου».
Τα Άλιεν, λοιπόν, της ταινίας έκαναν δύσκολη τη ζωή της Σιγκούρνι Γουίβερ και της Γουινόνα Ράιντερ, προκαλώντας τον κακό χαμό μέσα από εκρήξεις, καταστροφές, έναν ορυμαγδό και μια συντέλεια κόσμου. Πόσο αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει τη Γλυφάδα; Καθόλου. Με εξαίρεση, φαίνεται, εκείνη τη συγκεκριμένη προβολή.
Βγαίνοντας από την αίθουσα, ήταν σαν να μας είχε ακολουθήσει η ταινία, με το βουητό και το μένος των ειδικών εφέ. Σαν να είχε σαρώσει η εξωγήινη απειλή την οδό Ζησιμοπούλου και να είχε γονατίσει την πλατεία Εσπερίδων. Ήταν εκείνη η φορά που είχε πιάσει τέτοιος δυνατός αέρας, τυφώνας, καταιγίδα, δεν ξέρω κι εγώ τι, που είχε ξεριζώσει ολόκληρα δέντρα. Σκηνικό καταστροφής και resurrection. Την επόμενη μέρα, ως άλλη Σιγκούρνι, με εμφανώς ατυχέστερη περιβολή, επέστρεψα στον τόπο όπου είχαν πέσει κλαδιά/κορμιά για να δω μια αξέχαστη γλυφαδιώτικη εικόνα.
Αν έρθουν οι εξωγήινοι κατά δω (μου έχει κολλήσει η ιδέα), στην πλατεία Εσπερίδων θα εμφανιστούν (εκτός κι αν το έχουν κάνει ήδη).
— Μαρία Μαρκουλή, δημοσιογράφος, συγγραφέας
Τα υλικά για τα φρούριά μας τα κλέβαμε από τις γύρω οικοδομές
Ήρθαμε στη Γλυφάδα το ’73, όταν εγώ ήμουν δυόμισι χρονών. Η περιοχή όπου μείναμε, κοντά στους πρόποδες του βουνού, είχε πολλά άδεια οικόπεδα. Χώροι χωρίς περίφραξη ή με υποτυπώδη, που δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην άγρια παιδική συμμορία της γειτονιάς, η οποία κατάφερνε να την ξεπεράσει και να μετατρέψει τα οικόπεδα σε πεδία μαχών.
Τα υλικά για τα φρούριά μας τα κλέβαμε από τις γύρω οικοδομές. Δεν θυμάμαι να είχαμε ποτέ έλλειψη σε ξυλεία, άμμο, χαλίκι, τούβλα. Οι υπό ανέγερση οικοδομές ήταν επίσης σε αφθονία και οι περιφράξεις τους επίσης αστείες – δεν μπορούσαν να μας σταματήσουν. Οι μεσημεριανές ώρες κοινής ησυχίας ήταν ιδανικές για εξερεύνηση και ανεφοδιασμό. Οι μεγάλοι, αν είχαν γυρίσει απ’ τις δουλειές τους, ήταν πολύ κουρασμένοι για να μας ελέγξουν. Μια συμφωνία ότι δεν θα ακουστεί κιχ αρκούσε για να μας αφήσουν εκείνοι ελεύθερους και εμείς να τους αφήσουμε να κοιμηθούν.
— Στάθης Μαμαλάκης, φωτογράφος
Chicken Fingers
Αυτό που θυμάμαι με μεγαλύτερη αγάπη είναι το στέκι που είχα στα σχολικά μου χρόνια, το εστιατόριο Applebee’s, που πλέον δεν υπάρχει, με το ξακουστό πιάτο του «Chicken Fingers». Εκεί ήταν το απόλυτο hot spot των Νοτίων, όπου μπαίναμε όλοι στη λίστα αναμονής, παρόλο που ξέραμε ότι ούτε οι μισοί δεν θα καταφέρναμε να κάτσουμε για φαγητό, μια και λίγο μετά τις 12 τα μεσάνυχτα έπρεπε να έχουμε γυρίσει στο σπίτι! Κάθε Σάββατο ανελλιπώς περιμέναμε απ’ έξω ντυμένοι-φτιαγμένοι, καθισμένοι σε σκαλάκια-παγκάκια, βρέξει-χιονίσει!
— Μιρκέτα Βιδάλη, fashion designer, ιδιοκτήτρια του brand NoThinkin
Καλοκαίρια με τη μαγική τετράδα
Η πιο έντονη ανάμνηση είναι πολλές μικρές αναμνήσεις μαζί. Τι να θυμηθώ; Τον πρώτο μου έρωτα με την Εβίτα, που μας το έπαιζε δύσκολη, την κλασική βόλτα στην πλατεία κάθε βράδυ, το καλοκαίρι, με τους φίλους μου, τον Λευτεράκη, τον Ψαρομάτη, τον Υψηλάντη και τον Βόγλη (μαγική τετράδα), Σάββατο βράδυ έξω από το Royal Βurger, φορώντας όλοι το πουκάμισο το καινούργιο με το αλογάκι (το άλογο κατά τύχη λεγόταν Ralph Lauren), το πρώτο μου μηχανάκι, τον Βobo –όποιος είχε μηχανάκι τότε ήταν σαν να είχε αγοράσει Ferrari–, το σινεμά «Άννα Ντορ» με τα άβολα καθίσματα και το θερινό Ρίο με το «βολικό», κορυφαίο hot-dog ή τη θεϊκή στιγμή που αγοράσαμε βίντεο με τον πατέρα μου και πήγαμε αμέσως στο βιντεοκλάμπ με ύφος σαν να πήραμε το Ευρωπαϊκό; Αν συνεχίσω, θα θυμηθώ άπειρα. Το κορυφαίο κλαμπ του Βασίλη Τσιλιχρήστου, το Αμφιθέατρο, τα unique Wendy’s, τα καλοκαίρια στις νεροτσουλήθρες, τον πρώτο μου καφέ στο Egomio (που είχα ντυθεί λες και παντρευόμουν) και άλλα πολλά γλυφαδιώτικα και ωραία. Γιατί οι Γλυφαδιώτες έχουν πολλά μείον, αλλά είναι ωραίοι.
— Νίκος Μίχαλος, συνιδρυτής του Nou-Pou.gr, επιχειρηματίας, μπασκετμπολίστας
Εκεί κατοικούν οι πιο όμορφες αναμνήσεις μου
Θα μπορούσα να γράφω σελίδες με αναμνήσεις από μια πόλη που δεν είναι πια η ίδια. Όχι μόνο επειδή άλλαξε αλλά επειδή μεγαλώσαμε κι εμείς.
— Δημήτρης Δημόπουλος, μουσικός
Τα βράδια της Γλυφάδας ήταν τα καλύτερα!
Μου λείπει η νυχτερινή ζωή της πόλης μου! Η πιο πολυσυζητημένη περιοχή της Αττικής κάποτε φημιζόταν για τα νυχτερινά της μαγαζιά και τη διασκέδαση, που δεν θύμιζε σε τίποτε άλλο προάστιο. Δεν θα ξεχάσω τον πολυχώρο Matrix, τότε που έκανα τις πρώτες μου μεγάλες εξόδους, το καφέ Ego Mio, το οποίο ήταν καθιερωμένο σημείο για το πρώτο ραντεβού, το Μercedes του Τσιλιχρήστου, όπου αν δεν είχαμε γυναίκα στην παρέα «τρώγαμε πόρτα» και άλλα πολλά… Πρώτες πρωινές ώρες, και ήρθε η ώρα για κρέπα. Όλοι συναντιόμασταν στο ίδιο στέκι και λέγαμε τα νέα της νύχτας που πέρασε, και την επόμενη ημέρα πάλι απ’ την αρχή!
— Θοδωρής Γκιώνης, hair expert, ιδιοκτήτης του Θ Salon by Thodoris Gionis
Υπάρχουν και φίλοι που είμαστε ακόμα μαζί από τότε
Μεγάλωσα στην Άνω Γλυφάδα ανάμεσα στις δεκαετίες ’80-’90. Τα χρόνια που θυμάμαι με περισσότερη χαρά είναι τα εφηβικά, κατά τα οποία η Γλυφάδα ήταν χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα: από τη μια είχες τους «φλώρους» και από την άλλη την «αληταρία». Το φυσικό σύνορο ήταν η οδός Λαμπράκη. Εγώ περνούσα την ώρα μου με την αληταρία, κυρίως λόγω μουσικών προτιμήσεων. Καθόμασταν ώρες ατελείωτες έξω από κάτι ηλεκτρονικά, κάτω από τα Wendy’s, γελώντας, τρώγοντας και πίνοντας.
Θυμάμαι ένα καλοκαίρι που κατέβηκε ο Χάρης με μια μπάλα ποδοσφαίρου και ξαφνικά ξεκίνησε ματς στον δρόμο. Αυτό τελείωσε, αφού κάποιος έστειλε την μπάλα στον αγύριστο έπειτα από ώρες παιχνιδιού. Ήταν το κλασικό στέκι, αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα πεζούλι. Βρισκόμασταν χωρίς τηλέφωνο και, φυσικά, τότε δεν υπήρχαν κινητά, είχαμε τηλεκάρτα.
Πολλά από τα άτομα που ήξερα, δυστυχώς, δεν ζουν πια, αλλά υπάρχουν και οι φίλοι που είμαστε ακόμα μαζί από τότε, σαν την Ελένη, την παλαιότερη φίλη μου. Τρώγαμε υποβρύχιο από τον φούρνο, ένα είδος πιροσκί με ζαμπόν και τυρί. Ήταν σαν απαραίτητο τελετουργικό της βραδιάς και ήταν πεντανόστιμο. Μερικές φορές τη βγάζαμε στην παραλία ακριβώς από κάτω, σε μια κλειστή ψαροταβέρνα. Ηλεκτρονικά δεν έπαιζα, αλλά όταν ήμουν μικρή, είχε σημασία αυτό, κατέβαινα για την παρέα.
— Μπιάνκα Μπογδάνου, φαρμακοποιός
We love Glyfada!
Χωρίς δεύτερη σκέψη, μου λείπουν οι Κυριακές των παιδικών μου χρόνων στην παλιά Γλυφάδα. Τότε που φορτώναμε το αυτοκίνητο –λες και πηγαίναμε εκδρομή, ενώ πηγαίναμε μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μας– με ποδήλατα, πατίνια, μπλοκ ζωγραφικής και άλλα διάφορα παιδικά αξεσουάρ με σκοπό να περάσουμε όλη τη μέρα έξω! Ξεκινώντας από τις ξύλινες κούνιες της οδού Λαμπράκη, που, δυστυχώς, δεν υπάρχουν πια, συνεχίζοντας στο fastfood-άδικο Wendy’s στη Λαζαράκη, που επίσης έχει κλείσει, και καταλήγοντας στο ιστορικό σινεμά της πλατείας Εσπερίδων, το Άννα Ντορ, με τις κόκκινες καρέκλες, που κι αυτό έριξε αυλαία στις αρχές των ’00s.
Ακόμη, μου λείπει πολύ η παλιά οδός Ζησιμοπούλου, με το Ego Mio, το Rich και το Seiza, τα πιο γνωστά all day μαγαζιά της Αττικής, όπου όλοι οι Νότιοι δοκιμάσαμε τον πρώτο μας freddo, ντυμένοι με λογότυπα από πάνω μέχρι κάτω, φυσικά, και κοιτάζοντας το απέναντι τραπέζι με γλυφαδιώτικο υφάκι 100 καρδιναλίων. We love Glyfada!
— Ταμάρα Τζουμαΐλη, event planner & PR consultant, ιδιοκτήτρια της εταιρείας Amal Εvents
πηγή: Μαρίνα Πετρίδου / lifo.gr