Η ποιότητα του αθηναϊκού αέρα και πώς η ατμοσφαιρική ρύπανση απειλεί τα παιδιά

Ποιες είναι οι επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και ειδικότερα των μικροσωματιδίων στην υγεία μας; Η ποιότητα του αθηναϊκού αέρα συγκριτικά με αυτόν σε άλλες πόλεις στην Ευρώπη

Ο αέρας που αναπνέουμε καθημερινά αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την υγεία μας και ειδικά για την υγεία των παιδιών και των εφήβων. Στη νέα έκθεσή του που δημοσίευσε σήμερα ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος, αναφέρει χαρακτηριστικά πως η ατμοσφαιρική ρύπανση οδηγεί σε πρόωρο θάνατο πάνω από 1.200 νέους κάτω των 18 ετών κάθε χρόνο. Μάλιστα παρά τις συνεχιζόμενες γενικές βελτιώσεις στην ποιότητα του αέρα, τα επίπεδα ατμοσφαιρικών ρύπων σε όλη την Ευρώπη ξεπερνούν τους στόχους που έχουν τεθεί στην Ε.Ε. και η ατμοσφαιρική ρύπανση παραμένει ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας για τους Ευρωπαίους.

Η υγεία της ατμόσφαιρας και η δική μας υγεία

Ειδικά στα παιδιά, η λειτουργία και η ανάπτυξη των πνευμόνων τους επηρεάζονται από την ατμοσφαιρική ρύπανση, ιδιαίτερα από το όζον και το διοξείδιο του αζώτου βραχυπρόθεσμα και από τα μικροσωματίδια με διάμετρο 2,5 μm ή και μικρότερη, μακροπρόθεσμα. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Καλομενίδη, καθηγητή πνευμονολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, «το όζον και το διοξείδιο του αζώτου δρουν άμεσα ερεθιστικά. Τα μικροσωματίδια έχουν και αυτά οξείες δράσεις, συνδέονται δηλαδή με εξάρσεις χρόνιων νοσημάτων, αλλά αυτό που συμβαίνει με τα μικροσωματίδια είναι ότι επικάθονται στο επιθήλιο του αναπνευστικού και επίσης απορροφούνται στην κυκλοφορία του αίματος και πάνε και σε απομακρυσμένα όργανα. Με αυτό τον τρόπο προκαλούν βλάβες, οι οποίες σχετίζονται με κάποιου είδους χρόνια φλεγμονή, αυτό που λέμε εμείς οξειδωτικό στρες και βλάπτουν τα κύτταρα».

Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος σημειώνει ακόμα πως η έκθεση της μητέρας στην ατμοσφαιρική ρύπανση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνδέεται με χαμηλό βάρος γέννησης του παιδιού και τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού. Από εκεί και πέρα, λέει ο καθηγητής, «αυξάνεται για τα παιδιά ο κίνδυνος εμφάνισης άσθματος και αλλεργίας. Ταυτόχρονα καθυστερεί η ανάπτυξη των πνευμόνων, κάτι που μπορεί να συνδέεται σε μεταγενέστερο στάδιο της ζωής με χρόνια νοσήματα. Συνδέεται επίσης με μεγαλύτερο κίνδυνο για λοιμώξεις του αναπνευστικού, συμπεριλαμβανομένης και της Covid-19».

Ο κίνδυνος για τα παιδιά είναι ως επί το πλείστον η ανάπτυξη άσθματος, ενώ για τους ενήλικες οι κίνδυνοι είναι πολύπλευροι. «Στους ενήλικες μπαίνει και η ΧΑΠ αλλά και τα καρδιαγγειακά νοσήματα, καθώς η ρύπανση έχει συσχετισθεί με αυξημένο κίνδυνο εμφράγματος. Και βέβαια τα μικροσωματίδια συνδέονται και με καρκίνο του πνεύμονα για τους ενήλικες».

Ο αέρας της Αθήνας

Η κεντροανατολική Ευρώπη και η Ιταλία ανέφεραν τις υψηλότερες συγκεντρώσεις σωματιδίων, κυρίως λόγω της καύσης στερεών καυσίμων για οικιακή θέρμανση και της χρήσης τους στη βιομηχανία. Η ελληνική πρωτεύουσα, παρότι καταδικάστηκε για τα επίπεδα του διοξειδίου του αζώτου τον Φεβρουάριο, έχει να δώσει μία καλύτερη εικόνα όσον αφορά τα επίπεδα των μικροσωματιδίων PM 2,5 τα οποία αποτελούν τον ατμοσφαιρικό ρύπο με τις υψηλότερες επιπτώσεις στην υγεία όσον αφορά τους πρόωρους θανάτους και τις ασθένειες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, η Αθήνα τα έτη 2021-2022 είχε έναν ετήσιο μέσο όρο 13,6 μg/m3, κάτι που την κατατάσσει αρκετά κοντά στον μέσο όρο των 11,92, ενώ ο αέρας της περιγράφεται ως «μέτριας ποιότητας».

Σύμφωνα με τον Νίκο Μιχαλόπουλο, ερευνητή στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Αστεροσκοπείου Αθηνών, οι κύριες πηγές των σωματιδίων αυτών προέρχονται από ανθρώπινες δραστηριότητες. «Υπάρχει και ένα κομμάτι που είναι φυσικής προέλευσης φυσικά, αλλά κατά κύριο λόγο προέρχονται από τον άνθρωπο. Πρόκειται κυρίως για καύσεις, όπως η βιομηχανία, τα αυτοκίνητα, οι διαλύτες, κτλ.». Παρότι ο αέρας της Αθήνας δεν είναι και «κρυστάλλινος», η βελτίωση είναι σημαντική για την περίπτωση των μικροσωματιδίων και οφείλεται σε τρεις βασικούς λόγους. «Αρχικά την αποβιομηχανοποίηση που έχει γίνει στην Αθήνα, το ότι δηλαδή έχουν φύγει μεγάλες βιομηχανίες και έχει πάψει να υπάρχει γύρω από την Αθήνα παραγωγή ενέργειας και βιομηχανικές δραστηριότητες. Ο δεύτερος λόγος είναι όλα αυτά τα έργα που έχουν γίνει, όπως το μετρό, ενώ ο τρίτος λόγος είναι ότι ο παλαιότερος στόλος των αυτοκινήτων έχει πάψει να μετακινείται και αντικαθίσταται από οχήματα νεότερης τεχνολογίας με χαμηλότερες εκπομπές ρύπων».

Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί, το μοτίβο που συντηρείται ακόμη είναι η υποβάθμιση της ποιότητας του αέρα κατά τους χειμερινούς μήνες. «Το μεγάλο πρόβλημα στην Αθήνα συνεχίζει να είναι ο χειμώνας. Το καλοκαίρι στην Αθήνα, όπως παρατηρούμε στις μετρήσεις μας, οι τιμές πέφτουν και κάτω των 10 μg/m3 και κυμαίνονται γύρω στα 9, που θεωρούνται από τις πολύ καλές τιμές. Το μεγάλο θέμα είναι ο χειμώνας, οπότε οι τιμές ξεπερνούν τα 20 μg/m3. Κυμαίνονται για την ακρίβεια μεταξύ 20-25 μg/m3, κυρίως εξαιτίας της θέρμανσης και δη των τζακιών».

Ζήτημα δημόσιο και όχι ατομικό

Ρωτώντας τον καθηγητή Καλομενίδη για το αν μπορεί κάποιος να προστατεύσει τον εαυτό του και το παιδί του από την ατμοσφαιρική ρύπανση η απάντηση είναι αρνητική. «Δεν είναι ατομικό θέμα. Δεν τίθεται αυτό το ερώτημα. Δεν μπορούμε να προστατεύσουμε τον εαυτό μας από την ατμοσφαιρική ρύπανση. Αν έχουμε κάποιο γνωστό χρόνιο νόσημα, όπως ΧΑΠ ή και άσθμα, ακόμη και το να μένουμε στο σπίτι αντί να βγαίνουμε έξω τις μέρες με υψηλά επίπεδα, αποτελεί μικρή προστασία. Αλλά στην πραγματικότητα δεν μπαίνει έτσι το ερώτημα, ούτε από τους διεθνείς οργανισμούς. Είναι θέμα που δεν αφορά το άτομο, είναι θέμα που αφορά το κράτος, τους οργανισμούς και την κοινωνία. Δεν πρόκειται για μία παθολογία του “φάε λιγότερο” ή “μην καπνίζεις”, είναι κάτι στο οποίο αναγκαστικά εκτίθεσαι».

πηγή: Παύλος Μεθόδιος / kathimerini.gr