Τρούμπα, ο ναός του αγοραίου έρωτα: Τι συνέβαινε στην πιο διάσημη πιάτσα της Ελλάδας

Μια συνοικία, αμέτρητες ιστορίες…

Το όνομά της το οφείλει σε μια μεγάλη τρόμπα νερού που ήταν τοποθετημένη από τη δεκαετία του 1860 σε ένα πηγάδι στην αρχή της οδού Αιγέως (σημερινής 2ης Μεραρχίας) και εφοδίαζε με νερό τα πλοία.

Τη φήμη της στην παραβατικότητα των θαμώνων της και τον πόλο έλξης αυτών, τους οίκους ανοχής και τα «βρόμικα» καμπαρέ, που ανέδειξαν κάποτε, όχι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τον Πειραιά στο πιο γνωστό λιμάνι της Μεσογείου.

Καμία περιοχή της Ελλάδας δεν είχε προκαλεί εκείνη την εποχή στις συνείδησεις τόσο αρνητικούς συνειρμούς όσο η Τρούμπα. Για τουλάχιστον δύο δεκαετίες αποτέλεσε λίκνο ανομίας και εκμετάλλευσης άπορων γυναικών, που συχνά – πυκνά κατέληγαν με μια χαρακιά στο μάγουλο με θύτες τους νταβατζήδες τους, «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν».

Από τις αρχές του 20ού αιώνα λειτουργούσαν στην περιοχή κακόφημα μπαρ, οίκοι ανοχής και καμπαρέ. Ωστόσο, η εικόνα της Τρούμπας που υπάρχει σήμερα στο ελληνικό λαϊκό φαντασιακό αφορά κυρίως την περίοδο από την απελευθέρωση της Ελλάδας το 1944 μέχρι την επιβολή της χούντας το 1967, καθώς προπολεμικά αρκετοί οίκοι ανοχής βρίσκονταν και σε άλλα σημεία του Πειραιά, κυρίως στα Βούρλα της Δραπετσώνας.

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τα πορνεία πολλαπλασιάστηκαν, καθώς το περιβάλλον προσφερόταν λόγω της συχνής διέλευσης των ναυτικών. Η περιοχή γέμισε με «Κόκκινα Φανάρια», τα οποία καταλάμβαναν ένα μεγάλο τετράγωνο, που περικλειόταν από την Ακτή Μιαούλη, τη Φιλελλήνων, την Κολοκοτρώνη και τη Σωτήρος Διός και είχε ως επίκεντρο τους πολύβοους δρόμους Φίλωνος και Νοταρά.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 τα σπίτια είχαν περίπου 550 δηλωμένες γυναίκες κάθε ηλικίας. Εκτός από τα περίπου 60 σπίτια τα οποία αναφέρονταν στα αρχεία της Αστυνομίας Πειραιώς, υπήρχαν κι άλλα 40 στην γύρω περιοχή με ιερόδουλες, οι οποίες όμως δεν ήταν «δηλωμένες» στο Τμήμα Ηθών και δούλευαν παράνομα με το φόβο των εφόδων της αστυνομίας.

Οι περισσότερες εργαζόμενες ήταν κορίτσια από την επαρχία που είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα αρχικά για να δουλέψουν σαν καμαριέρες και πλύστρες σε μεγάλες οικογένειες, ή γυναίκες που έμπλεκαν με… αγαπητικούς, οι οποίοι τους έταζαν έρωτες, πάθη και μια καλύτερη ζωή, μόνο και μόνο για να τις στείλουν στα σπίτια της Τρούμπας.

Σε αυτήν τη συνοικία του Πειραιά, «αγαπητικός» σήμαινε και «νταβατζής». Με την ανοχή της Αστυνομίας, η άδεια του κάθε σπιτιού δεν εκδιδόταν στις γυναίκες, αλλά στον νταβατζή για τον οποίο δούλευαν. Κανένα σπίτι δεν λειτουργούσε χωρίς τον «προστάτη», ο οποίος για να προσφέρει τις υπηρεσίες του έβαζε χοντρό χέρι στις εισπράξεις. Σε μια εποχή που η προίκα ήταν θεσπισμένη και συνταγματικά, πολλές ήταν και οι γυναίκες που είχαν πειστεί από τον «καλό» τους να ξεπέσουν στην πορνεία, προκειμένου να μαζέψουν χρήματα για να παντρευτούν.

Το 1956, με νόμο της κυβέρνησης Καραμανλή, οι κοπέλες υποχρεώθηκαν να μένουν δύο ανά σπίτι, αλλά και να υποβάλλονται δύο φορές την εβδομάδα σε ιατρικές εξετάσεις. Η μέση ταρίφα ήταν τότε 27 δραχμές, ποσό που διπλασιαζόταν όταν «έδενε» στο λιμάνι ο 6ος στόλος. Οι Αμερικάνοι ναύτες ήταν η εύκολη λεία για τους νταβατζήδες και από τότε προέκυψε η έκφραση «αμερικανάκι» ως συνώνυμο του κορόιδου.

Εκείνες τις δύο δεκαετίες «ακμής» των πορνείων της Τρούμπας, η περιοχή εξελίχθηκε στο μαγνήτη του υποκόσμου. Η έκφραση «κάθε καρυδιάς καρύδι» θα μπορούσε να είχε βγει τότε. Νταβατζήδες, νταήδες, νονοί της νύχτας, μπράβοι και κουτσαβάκια έφερναν στο… φως έναν άλλο κόσμο μετά τη δύση του ηλίου – έναν κόσμο στον οποίο στιλέτα και περίστροφα είχαν την τιμητική τους. Οι αιματηρές συμπλοκές ήταν ρουτίνα και σε εφημερίδες της δεκαετίας του ’60 υπάρχουν πολλά δημοσιεύματα για ανεξιχνίαστες δολοφονίες. Μία λεκτική «προσβολή» ή ένα παραστράτημα στις χαρτοπαιχτικές λέσχες που λειτουργούσαν στην περιοχή, θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για τη ζωή κάποιου.

Δεδομένου ότι εκτός από τους οίκους ανοχής, υπήρχαν και σπίτια ανθρώπων που ζούσαν χρόνια στην περιοχή, πολλές από τις πόρτες ενημέρωναν ότι «εδώ μένουν οικογένειες», προκειμένου να μην δέχονται «περίεργες» επισκέψεις.

Όλα αυτά έως και τις 12 Σεπτεμβρίου του 1967, ημερομηνία που γράφτηκε ο επίλογος της Τρούμπας, όπως τη μάθαμε από τις διηγήσεις. Το χουντικό καθεστώς απαγόρευσε τη συνέχιση λειτουργίας όλων των οίκων ανοχής και νυχτερινών κέντρων θέλοντας να δείξει την αφοσίωσή του στα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη», αλλά βασικά λόγω της άμεσης γειτνίασης τους με τα καινούρια γραφεία ναυτιλιακών εταιρειών που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή.

Η προθεσμία τριών ημερών που έδωσε ο χουντικός δήμαρχος Αριστείδης Σκυλίτσης εξέπνεε στις 12 το βράδυ της 12ης Σεπτεμβρίου. Η περιοχή άδειασε εν μια νυκτί, οι παστρικές αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε άλλες περιοχές και τα αποβράσματα να αλλάξουν στέκια, σέρνοντας μαζί τα πόδια τους τρόμο στα νέα λημέρια τους, μόνο και μόνο με τη φήμη ότι «έρχονται από την Τρούμπα».

Η Τρούμπα ενέπνευσε ως γνωστόν τη «Λόλα» του Ντίνου Δημόπουλου, το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν, κυρίως όμως τα «Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη, όπου απεικονίζεται η σκληρή μοίρα των γυναικών που επέλεξαν ή αναγκάστηκαν να εκδίδονται για ένα κομμάτι ψωμί. Στη λαογραφία πέρασε μέσα από τα χρονογραφήματα του Νίκου Τσιφόρου και τους στίχους του Μάρκου Βαμβακάρη και άλλων σπουδαίων ρεμπετών, όπως ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Νίκος Πουνέντης και ο Στέλιος Κερομύτης.

Η σκληρή καθημερινότητά της και οι ιστορίες των Κόκκινων Φαναριών έγιναν αμανές και ρεμπέτικος ήχος, όπως κάθε τι που αποκτούσε θρυλικές διαστάσεις, κινούμενο στα όρια της παρανομίας.

πηγή