Συνέντευξη – Αλέξης Γεωργούλης: «Ημουν δυσλεκτικός και δεν το ήξερα»

Λαρισαίος εκατό τοις εκατό, ηθοποιός από συγκυρία, ωραίος από κούνια: Ο Αλέξης Γεωργούλης που ήξερε ότι «τρία και τρία κάνει έξι», με το θέατρο κατάλαβε ότι «τρία και τρία μπορεί να κάνει και …μπλε». Σήμερα ζει ανάμεσα σε Αθήνα – Λος Αντζελες – Λονδίνο. Κι ακόμα δεν είναι σίγουρος τι ακριβώς θέλει. Φέτος κλείνει τα 45. 

«Τι θέλω πραγματικά να κάνω στη ζωή μου; Δεν ξέρω αν θα απαντήσω ποτέ στο ερώτημα. Μπορεί να μου το απαντήσει η ζωή, όπως έγινε και με την υποκριτική. Εγώ δεν αποφάσισα να γίνω ηθοποιός. Έτυχαν κάποιες δουλειές ενώ ήμουν φαντάρος και με έσπρωξαν προς τα εκεί.
Το πολύ ψάξιμο που από κάποια στιγμή και μετά το κάνω και σωματικά, ταξιδεύω δηλαδή, το είχα ανέκαθεν, και γίνεται ερήμην μου. Πάντα φιλοσοφούσα τα πράγματα από τη μια πλευρά αλλά κοιτούσα και την αντίθετη, ενώ προσέθετα και μια τρίτη. Αλλάζοντας τόπους και περιβάλλοντα, κατάλαβα ότι αλλάζεις κι εσύ ο ίδιος. Σαν να αλλάζεις ρόλους σε real time κι αυτό έχει μια μοναξιά. Ο,τι κάνεις το πληρώνεις -δεν έχεις σκηνοθέτη στη ζωή. Για να μπορώ να κινούμαι και στο εξωτερικό, δεν μπορώ να κλείσω δουλειά εδώ. Οπότε ρισκάρω και λειτουργώ με το ένστικτο. Με το ένστικτο μαθαίνεις περισσότερο τον εαυτό σου. Τώρα αρχίζω να με συμπαθώ πιο πολύ, αναγνωρίζοντας πτυχές που δεν ήξερα.

Είναι όμως αλήθεια ότι όλο αυτό το “ταξίδι” δημιουργεί μια ασάφεια. Δεν βοηθάει στην καριέρα, στην εξέλιξη, αλλά ούτε και στην ίδια την ζωή, προσωπική, συναισθηματική. Είμαι διαρκώς on και off. Δεν ήταν επιλογή μου, απλώς έγινε».

«Αν μπορούσα να διαλέξω θα ήθελα να έχω την βάση μου στην Ελλάδα και να κάνω, εδώ, ξένες παραγωγές. Τα τελευταία χρόνια που έχω ασχοληθεί με το σενάριο, αυτό προσπαθώ. Είμαστε μια χώρα που ανήκει στην Ευρώπη και θα πρέπει να σκεφτόμαστε με την ανάλογη εξωστρέφεια. Θα ήθελα έναν πιο δημιουργικό ρόλο. Αλλά ο ρόλος του ηθοποιού μου αρέσει περισσότερο από όλους τους άλλους. Οταν τον κάνεις καλά, αναπνέεις οξυγόνο.
Αν έμενα στην Ελλάδα θα βάλτωνα, λόγω κρίσης. Ευτυχώς μου ήρθαν προτάσεις για έξω. Ξεκίνησα το 2008 από την Νέα Υόρκη, αλλά δεν άντεχα το κρύο. Πήγα στο Λος Αντζελες, άρχισα να ασχολούμαι με το σενάριο -έκανα σεμινάρια, έμαθα. Τα τελευταία χρόνια προστέθηκε και το Λονδίνο. Ετσι έχω έναν ατζέντη στο Λος Αντζελες κι έναν στο Λονδίνο. 

Ημουν δυσλεκτικός και δεν το ήξερα

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λάρισα. Πέρασα πολύ ωραία χρόνια και γι΄αυτό θέλω πάντα να γυρίζω. Η μητέρα μου ζει εκεί, ο πατέρας μου έχει πεθάνει. Κι όταν λέω Λάρισα δεν εννοώ μόνο την πόλη, αλλά τον Ολυμπο, τον Κίσσαβο, τον Αγιόκαμπο που έχει μια παραλία δεκατριών χιλιομέτρων. Εκεί περνούσα τα καλοκαίρια μου, μαζί με όλα τα παιδιά, σαν να ήταν δικός μας ο τόπος. Εχω κρατήσει φιλίες και άλλωστε, με δύο φίλους από το σχολείο έχουμε ανοίξει το μαγαζί με τα ρούχα στη Λάρισα. Αισθάνομαι 100% Λαρισαίος».

Ο Αλέξης Γεωργούλης. Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

«Πολυτεχνείο έκανα δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη και μετά πήρα μεταγραφή στην Αθήνα. Ηθελα να σπουδάσω μαθηματικός ή φυσικός αλλά είχα φοβηθεί την επαγγελματική αποκατάσταση. Ημουν καλός μαθητής στα πρακτικά μαθήματα, όχι στα άλλα. Ημουν δυσλεκτικός και δεν το ήξερα. Το έμαθα όταν σπούδαζα, από μια φίλη που ήταν γλωσσοθεραπεύτρια, γιατί κατάλαβα ότι είχα όλα τα χαρακτηριστικά του δυσλεκτικού. Το χειρότερο που μου είχε κάνει η δυσλεξία ήταν ότι επέτρεψε στους καθηγητές να με υποτιμούν.
Δεν είχα την αίσθηση ότι είμαι ωραίος στο σχολείο. Βέβαια μου είχαν βγάλει το παρατσούκλι Μπον Τζόβι. Στα κορίτσια είχα επιτυχία αλλά το θεωρούσα φυσιολογικό. Με όποια μου άρεσε τα έφτιαχνα.

Μικρός ήμουν ανώριμος και με μεγάλη εξωστρέφεια. Στην Αθήνα πρωτοήρθα όταν πήγαινα λύκειο και μου άρεσε πολύ. Το είχα σκάσει από την Λάρισα για να πάω στην Καλαμάτα. Φτάνοντας στην Αθήνα συνειδητοποίησα ότι δεν θα είχα λεφτά για να επιστρέψω. Πήγα στο μεγάλο μου αδελφό (με περνάει πέντε χρόνια) που σπούδαζε εδώ. Εχω κι έναν ενάμιση χρόνο μεγαλύτερο και μια αδελφή έντεκα χρόνια μικρότερη, σαν κόρη μας.

Ενα καλοκαίρι, όταν ήμουν πια στην Αθήνα, στο  Πολυτεχνείο, έμεινα να δουλέψω. Είχα αγοράσει μια μηχανή και ήθελα να την ξεπληρώσω. Θέατρο δεν είχα δει ως τότε ποτέ. Μια φίλη μου θα έδινε εξετάσεις στο Εθνικό και μου ζήτησε να δω τα κείμενά της. Αρχισα να της κάνω παρατηρήσεις και τότε εκείνη τσαντίστηκε και μου είπε “έλα να το κάνεις εσύ τότε”. Με την αθωότητα του πρωτάρη, μπήκα στην διαδικασία και έχασα την αίσθηση του χρόνου. Μαγεύτηκα. Σαν να είχα πάει σε έναν άλλον κόσμο. Εγώ ως τότε ήξερα ότι τρία και τρία κάνει έξι. Εκεί κατάλαβα ότι τρία και τρία μπορεί να κάνει και …μπλε. Αρχισα να ασχολούμαι. Πήγα σε εργαστήρι, έπαιξα στην φοιτητική εστία, τον Κοβάσλκι από το “Λεωφορείον ο Πόθος”. Απίστευτη εμπειρία».

«Αποφάσισα να το σπουδάσω παράλληλα με το Πολυτεχνείο, για μένα, όχι για τη δουλειά. Μετά την δραματική και πριν το πτυχίο, πήγα φαντάρος. Ενδιαμέσως είχα παίξει τον ροκ σταρ σε μικρού μήκους ταινία ενός φίλου -είχα μακριά μαλλιά.

Toν καιρό που ήμουν φαντάρος πήγα σε πάρτυ του Κέντρου Ελλήνων Σκηνοθετών και τυχαία γνώρισα τον Χάρη Παπαδόπουλο, ο οποίος και με σύστησε στην Λάγια Γιούργου με την οποία έκανα την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία. Τότε ήταν και το κάστινγκ για την “Φούσκα” του Περράκη -με πήρε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ακουσαν για μένα και με  φώναξαν στο “Είσαι το ταίρι μου”. Εκανα κάστινγκ, πήρα τον ρόλο. Στο μεταξύ έπαιρνα συνεχώς αναβολή από τον στρατό. Οι συγκυρίες αποφάσισαν να γίνω ηθοποιός και όχι πολιτικός μηχανικός.

Ενα από τα λάθη που κάνω είναι ότι οι επιλογές μου δεν είναι 100% δικές μου

Από τότε που άρχισα να δουλεύω επαγγελματικά ήμουν υπερευτυχισμένος. Ελεγα στον εαυτό μου ότι αυτή η δουλειά είναι η ωραιότερη του κόσμου. Αλλοτε πάλι αναρωτιόμουν, μήπως ξεπουλιέμαι… 

Σ΄ αυτό το επάγγελμα το πιο βασικό σου εργαλείο είναι η όψη, το βλέμμα σου. Δεν πρέπει να είσαι καλλονός. Αλλά η όψη σου θα είναι ή εμπόδιο ή διαβατήριο. Στο θέατρο πρέπει να φαίνεσαι και να ακούγεσαι.
Αισθάνθηκα ότι πουλάω όταν ήρθε κάποια στιγμή ο Λευτέρης Καπώνης, τον οποίο δεν ήξερα, και μου πρότεινε για τον “Εραστή Δυτικών Προαστίων” πέντε-έξι φορές πάνω από τα χρήματα που έπαιρνα στο “Είσαι το ταίρι μου”. Δεν πήγα όμως στο σίριαλ για τα λεφτά. Πήγα γιατί ένιωσα ένα είδος αλαζονείας, επειδή ως τότε μου λέγανε ότι δεν είμαι καλός ηθοποιός αλλά ότι είναι καλή η δουλειά. Τότε το κανάλι μου είπε ότι μόνον αν πω εγώ το “ναι” θα γίνει η σειρά. Κι αυτό με πόρωσε. Ηταν ένα στοίχημα για μένα».

«Ναι έχω αισθανθεί ότι με αφισβητούν, και τότε και τώρα, κι ότι κάποιοι με κακολογούν. Δεν ξέρω αν είμαι καλός ηθοποιός. Για μένα καλός ηθοποιός είναι αυτός που είναι παρών, Εχω υπάρξει αρκετές φορές, αλλά όχι όλες όσες θα ήθελα.
Την προβολή μου δεν την ελέγχω εγώ, από μόνη της γίνεται. Κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα να με βλέπουν στον χώρο για συγκεκριμένους ρόλους. Αυτό που βγαίνει προς τα έξω με αυτό που είμαι εγώ σαν ηθοποιός δεν έχει και απόλυτη σύνδεση. Ενα από τα λάθη που κάνω είναι ότι οι επιλογές μου δεν είναι 100% δικές μου. Αφήνω τα πράγματα να με πάνε. Ισως γιατί δεν σκέφτομαι πως να στήσω την καριέρα μου.

Δεν μ΄αρέσει να μιλάω για τα προσωπικά μου. Ξέρω ότι είμαι ένας ηθοποιός που δουλεύει σε εμπορικές παραστάσεις, οπότε δεν μπορώ να μην πάω στην τηλεόραση να μιλήσω. Προσπαθώ να μην προσποιούμαι, να είμαι αληθινός και να διατηρώ την προσωπικότητά μου. Και προσπαθώ να είμαι καλό παιδι».

«Με την Βίκυ Σταυροπούλου κολλήσαμε από την πρώτη στιγμή, από το κάστινγκ. Περνάμε πάρα πολύ, σαν να είμαστε φίλοι από πάντα. Υπάρχει ακόμα αυτός ο λεπτός ερωτισμός. Εγώ άλλωστε πιστεύω ότι τα ομώνυμα έλκονται. Κι όπως φάνηκε και στη σειρά αυτοί οι δύο άνθρωπο ένωσαν τις μοναξιές τους.

Το παιδί που θυμάμαι κι έχω πάντα στην καρδιά μου εξακολουθεί να είναι ζωντανό

Για μένα υπάρχει το παρόν και το υπόλοιπο, παρελθόν και μέλλον είναι το ίδιο. Η αγάπη και ο έρωτας είναι οι παράμετροι που καθορίζουν τη ζωή και τα συναισθήματά μου.
Όποτε σκέφτομαι τον γάμο, μου αρέσει, γιατί μου αρέσει η θαλπωρή του πυρήνα που δίνει η οικογένεια. Δεν έχουν βρεθεί οι κατάλληλες συνθήκες για να το κάνω. Και γι΄αυτό φταίει η ζωή που κάνω και η κοινωνία στην οποία ζω. Αν ήμουν στη Λάρισα θα είχα κάνει οικογένεια και δεν θα το έβλεπα καθόλου αρνητικά. Απλώς είμαι σε έναν άλλον δρόμο».

«Δεν είναι κακά τα ψέματα. Οι γονείς μας προσπάθησαν από την παιδική ηλικία να μας πείσουν ότι είναι κακό πράγμα τα ψέματα, γιατί έτσι μπορούσαν να μας ελέγχουν. Υπάρχει και καλό ψέμα και κακή αλήθεια.
Στα ερωτικά πρέπει να είσαι έτοιμος να πεις και το ψέμα και την αλήθεια. Ολα είναι και έτσι και αλλιώς. Μια απιστία την λες ή δεν την λες στον σύντροφό σου; Ανάλογα με το ποια είναι η αλήθεια σου. Και η αλήθεια δεν είναι απόλυτη.
Με τα χρόνια φυσικά και έχει αλλάξει η εμφάνισή μου και με απασχολεί ότι μεγαλώνω, αλλά όχι αρνητικά. Το παιδί που θυμάμαι κι έχω πάντα στην καρδιά μου εξακολουθεί να είναι ζωντανό».

Ο Ψευτοθόδωρος και ο κριτής… 

«Δεν με απασχόλησε η αντικατάσταση. Δεν είχα παρακολουθήσει καθόλου τι είχε συμβεί. Βρισκόμουν στην Αθήνα για διακοπές, συναντήθηκα τυχαία με την Ναταλία Δραγούμη, μου μίλησε για την θεατρική δουλειά που ναυάγησε και για το ότι έβρισκαν αντικαταστάτη του Σεφερλή. Εκείνη την ώρα πέρασε από το μυαλό μου η ιδέα ότι αν μου το πρότειναν θα μου έκανε κέφι να το κάνω. Την επομένη βρέθηκα, τυχαία πάλι, με τον παραγωγό, τον Γιάννη Κεντ, σε μια πρεμιέρα. Πάνω στην κουβέντα του είπα ότι θα μείνω στην Αθήνα ένα τρίμηνο και τότε εκείνος μου είπε ότι αν προκύψει κάτι θα με πάρει να μου το προτείνει. Την επομένη το πρωί μου τηλεφώνσησε για το “Ζητείται ψεύτης”. Πήγα, τα συζητήσαμε, το ίδιο βράδυ έγινε και η ανακοίνωση. Μετά άρχισα να καταλαβαίνω τι είχε προηγηθεί. Δεν υπήρχε όμως χρόνος για κουτσομπολιά.
Είναι αλήθεια ότι κάποιοι φίλοι μου μίλησαν για το τι είχε συμβεί κι ότι είχε πέσει πολλή λάσπη πάνω στο πρόσωπο του Σεφερλή. Εγώ ούτε τον ξέρω ούτε ξέρω αν ήταν σωστό ή λάθος. Δεν έχω κρίνει ποτέ κανέναν καλλιτέχνη οπότε δεν είχα κανένα λόγο να το κάνω τώρα. Ο ρόλος διαμορφώνεται από την ψυχή του ηθοποιού που τον ερμηνεύει.

Υπάρχει μια μόδα με τις μόδες. Τώρα είναι η εποχή που κάνουμε αυτές τις μεταφορές παλαιών ταινιών που ήταν όμως θεατρικά και εμείς τα γνωρίσαμε μέσα από την τηλεόραση. Μ΄αρέσει όμως γιατί έτσι δημιουργείται μια συνέχεια και μια δημιουργικότητα πάνω στην κουλτούρα που παράγει ο Έλληνας. Κι είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που γράφτηκαν αυτά τα έργα.

Ο Ηλιόπουλος είναι ένας ηθοποιός που ξεχωρίζω. Δεν είναι μόνον ο λόγος του, αλλά κυρίως το γεγονός ότι έμπαινε με όλο του το σώμα στην διαδικασία της έκφρασης -το είχα παρατηρήσει από παιδί.

Οσο για το “Your Face Sounds Familiar” είχε προηγηθεί η πρόταση κι έτσι είχα αποφασίσει να  μείνω στην Αθήνα. Είχα να κάνω τηλεόραση από το “Ενας μήνας και κάτι”, το 2008. Ως κριτής προσπαθώ να εκφράζω την άποψή μου ξεκινώντας από τα θετικά. Η βαθμολογία είναι κάπως άδικη, γιατί πρέπει οπωσδήποτε να βάλεις και 3 και 12».

«Ζητείται Ψεύτης» του Δημήτρη Ψαθά σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια. Παίζουν: Γιώργος Παρτσαλάκης, Ναταλία Δραγούμη, Αργύρης Αγγέλου, Αποστολία Ζώη και ο Αλέξης Γεωργούλης. Πρεμιέρα στις 15 Μαρτίου, στο Παλλάς
«Your Face Sounds Familiar», κάθε Κυριακή στον Αntenna

πηγή: ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ / bovary.gr