Η Κωνσταντίνα Μιχαήλ άλλαξε τον ρου της ιστορίας της με την Σεβάς Χανούμ

Η ηθοποιός επιστρέφει φέτος στον μονόλογο για την «Αμαζόνα» του ρεμπέτικου σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου, που πριν από 11 χρόνια αποκάλυψε το υποκριτικό της ταλέντο· που έκανε το σινάφι της να αναφωνήσει: «Κωνσταντίνα, δεν στο είχαμε».

Η ιστορία η δική μου, της Σεβάς, Σεβάς Χανούμ, Σεβαστής Παπαδοπούλου: Ποντία είμαι. Από τον Εύξεινο Πόντο, από τη Σαμψούντα είμαι. Το γέννημά μου είναι Μακεδόνα. Μακεδόνα είμαι! Γεννήθηκα το 1931, ημέρα Τετάρτη, ανήμερα στα γενέθλια της Παναγίας 8 Σεπτεμβρίου, στις 9 το πρωί».

Για να πω την αλήθεια τη Σεβάς Χανούμ, αυτή τη θρυλική μορφή του λαϊκού τραγουδιού και του ρεμπέτικου πάλκου, δεν τη γνώριζα. Δεν θυμόμουν καν αν είχα ακούσει ή διαβάσει το όνομά της σε ιστορίες για τον Στέλιο Καζαντζίδη, μιας και υπήρξε αρραβωνιασμένη μαζί του. Την άκουσα για πρώτη φορά το 2012, όταν ήρθε ένα δελτίο Τύπου στο email μου για την καινούργια παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου. Έναν μονόλογο με τίτλο Σεβάς Χανούμ και την Κωνσταντίνα Μιχαήλ επί σκηνής (αρχικά του Θεάτρου Αγγέλων Βήμα και ένα χρόνο μετά, του Θεάτρου Πόλη) να ζωντανεύει τη λησμονημένη ιστορία της.

Η παράσταση έγινε ταχύτατα talk of the town, κυρίως λόγω της αποκαλυπτικής ερμηνείας της Κωνσταντίνας Μιχαήλ (για την οποία τελικά βραβεύτηκε). Η ηθοποιός που το κοινό είχε γνωρίσει μέσα από την τηλεόραση -η γιατρός Λίλη του Λαβ Σόρρυ και η Ρένα του Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή– και απολαύσει μέχρι τότε σε κάποιες από τις πιο δημοφιλείς σειρές στα 90s και στα 00s ανακάτεψε την τράπουλα και έδειξε το πολύπλευρο ταλέντο της. «Ακόμα και το σινάφι μου, οι συνάδελφοί μου, με είδαν και τους γύρισε το μυαλό. “Κωνσταντίνα, δεν στο είχαμε”, μου έλεγαν. Έκτοτε, γύρισα το παιχνίδι υπέρ μου και πήγε πολύ καλά όλο αυτό», μου λέει από την άλλη άκρη του τηλεφώνου.

Έχοντας κοιμηθεί λίγο και ξεκουραστεί ακόμα λιγότερο, μιλήσαμε το επόμενο πρωί από το βράδυ της πρεμιέρας της παράστασης στο Θέατρο Σημείο για την επιστροφή της στη Σεβάς Χανούμ, 11 χρόνια μετά, την άγνωστη στο ευρύ κοινό ιστορία της τραγουδίστριας, τη γυναικεία χειραφέτηση που ζούμε σήμερα, το λαϊκό είδωλο που θα μπορούσε να γίνει αλλά δεν έγινε, τα νεανικά τραγούδια που την μπουστάρουν για να ξεκινήσει τη μέρα της.

Γυρίζω τον χρόνο πίσω και τον σταματώ στο 2012 που πρωτοανέβηκε η Σεβάς Χανούμ για να μου διηγηθείτε πώς προέκυψε η παράσταση.
Εκείνη την περίοδο ήθελα να ανακατέψω την τράπουλα στην προσωπική και επαγγελματική μου ζωή, να ξεφύγω από την εικόνα της ηθοποιού που παίζει εμπορικά σίριαλ και σε εμπορικές θεατρικές παραστάσεις, να αλλάξω τον ρου της ιστορίας μου, να δοκιμαστώ σε κάτι πιο απαιτητικό, να φανούν οι δυνατότητες που έχω σαν ηθοποιός.

Αρχικά, βρήκα τον σκηνοθέτη. Με τον Κωνσταντίνο Ρήγο ήμασταν φίλοι, δεν είχαμε συνεργαστεί ποτέ, αλλά στο μυαλό μου το ματσάρισμα μαζί του φαινόταν ιδανικό.

Και μετά, βρήκατε το έργο ή καλύτερα, την ηρωίδα που σας ταίριαζε.
Από πιτσιρίκα αγαπούσα το τραγούδι, τη μουσική, τις παραστατικές τέχνες, το θέατρο και τον χορό. Παράλληλα, με γοήτευε το περιθώριο, η νύχτα και οι άνθρωποι της. Μεγάλωσα στις Τζιτζιφιές με Βαμβακάρη και Καζαντζίδη, με λαϊκά και ρεμπέτικα ακούσματα.

Ανέτρεξα λοιπόν σε εκείνα τα χρόνια, σε εκείνους τους ήχους και βρήκα μία λαϊκή τραγουδίστρια, που δεν ήταν ευρέως γνωστή και της είχε πάρει συνέντευξη ο ποιητής και εκδότης Γιώργος Χρονάς (σ.σ. τις μαρτυρίες από τη συνέντευξη ο Χρονάς τις έκανε μονόπρακτο έργο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδός Πανός, το οποίο ακολούθως ο Ρήγος έκανε θεατρική παράσταση). Ήρθα σε επαφή μαζί του και του είπα ότι επικοινώνησα με την Καίτη Γκρέυ για να κάνω μία παράσταση για τη ζωή της, αλλά εκείνη δεν ήθελε. «Άμα πεθάνω κάνε ό,τι θέλεις. Όσο είμαι ζωντανή, όχι», μου είχε πει. «Αφού η Γκρέυ δεν θέλει, έλα να κάνουμε μία πεθαμένη, τη Σεβάς Χανούμ που είναι και λησμονημένη», μου είπε ο Γιώργος.

Πώς ήταν η πρώτη επαφή με την ιστορία της;
Αποκαλυπτική. Γοητευτική. Βούτηξα στον μύθο της Αμαζόνας του λαϊκού πάλκου, του ρεμπέτικου, αυτού του κοριτσιού που κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη για να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, να γίνει τραγουδίστρια και κατάφερε να γίνει μία μυθική καλλιτέχνιδα στην Ελλάδα της πρώτης μεταπολεμικής εποχής. Να μεταμορφωθεί στη Σεβάς Χανούμ (στα τούρκικα Σεβάς είναι η Σεβαστή και Χανούμ η Κυρία). Να ζήσει δόξες και μεγαλεία, να τραγουδήσει στο πλευρό του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Βαμβακάρη, της Νίνου, της Γκρέυ, την Μπέλλου και την Πάνου, να την ερωτευτεί παράφορα ο Καζαντζίδης και να πεθάνει τελικά ξεχασμένη, άρρωστη και άπορη.

Τι ήταν αυτό που την ξεχώριζε;
Η εξαιρετική της φωνή, αυτή η αμανετζίδικη, βυζαντινή φωνή που είχε. Αλλά και το τσαγανό, ο τσαμπουκάς -είχε τσακωθεί άγρια με την Μαρίκα Νίνου-, το θάρρος και το πείσμα της. Γι’ αυτό της κόλλησε ο χαρακτηρισμός «Αμαζόνα». Ήταν ασταμάτητη, χειμαρρώδης, διεκδικούσε ό,τι ήθελε να της ανήκει. Ήταν επίσης τρομερά ανταγωνιστική, δεν μπορούσε κι αλλιώς δουλεύοντας σε ένα κατεξοχήν ανταγωνιστικό επάγγελμα βουτηγμένο στη ματαιοδοξία.

Τραγουδούσε καψουροτράγουδα, έβγαζε προς τα έξω έναν τρομερό αισθησιασμό – ήταν και η εποχή που το ανατολίτικο στοιχείο ήταν στα φόρτε του. Συνεργάστηκε και ταυτόχρονα πάλεψε με τα μεγαθήρια, αλλά και με τη δόξα και τις καταχρήσεις. Ξελογιάστηκε από το «πολύ ψηλά» που βρέθηκε και η πτώση ήταν απότομη και τελικά, θανατηφόρα.

Τι την οδήγησε στον κατήφορο και εν τέλει, στον θάνατο;
Έζησε μία δύσκολη ζωή μετά την Κατοχή, γεμάτη κακουχίες. Έμπλεξε με το ποτό και τις ουσίες, αρρώστησε η καρδιά της, έπαθε καρκίνο, πούλησε τα πάντα για να βρει τα απαραίτητα χρήματα για να χειρουργηθεί και κατέληξε ένα κουβάρι στο πατρικό της σπίτι στη Θεσσαλονίκη. Πέρασε από το φως στο σκοτάδι και απεβίωσε μόνη και έρημη. Μόλις 30 άτομα πήγαν στην κηδεία της.

Να πω και κάτι εδώ που ξέχασα. Λένε στον χώρο μας ακόμα και σήμερα ότι πρέπει να προσέχεις τις επιλογές σου, με ποιους κάνεις παρέα, ότι και καλά αν κάνεις παρέα με τους σωστούς ανθρώπους θα προχωρήσεις μπροστά. Η Σεβάς Χανούμ επειδή δεν μασούσε τα λόγια της, δεν ήταν αγαπητή στο σινάφι της. Τους είχε μπει στο μάτι και όπως καταλαβαίνεις έτσι δεν χτίζονται καριέρες. Ακόμα και το ένα και μοναδικό σουξέ που έκανε, Το φτωχοκάλυβο, που της είχε γράψει ο Μανώλης Χιώτης, όταν πριν από χρόνια στο πρώτο ανέβασμα της παράστασης έκανα έρευνα και είχα προσεγγίσει κάποιες τραγουδίστριες εκείνης της εποχής, η Μαίρη Λίντα μου είχε πει: «Πού την ξέθαψες αυτή την τρελή; Το φτωχοκάλυβο για μένα το έγραψε ο Χιώτης». Νομίζω καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Αυτός ήταν ο θρύλος της μοιραίας Σεβάς.

Αισθανθήκατε ποτέ το ξελόγιασμα της αναγνωρισιμότητας; Πόσω μάλλον αυτής της μαζικής που προσφέρει η τηλεόραση και τη γευτήκατε πολύ έντονα στα 90s και στα 00s;
Όπως μου είχε πει ένας αγαπημένος σεναριογράφος και συγγραφέας και καλός μου φίλος, «δεν το ‘χεις Κωνσταντίνα μου». (γελάει και μου εξηγεί). Όταν είχα κάνει το Λαβ Σόρρυ και αφού είχε γίνει όλος αυτός ο χαμός, μετά από καιρό, κάποια στιγμή ήρθαν και μου είπαν ότι ο Γιάννης Δαλιανίδης συζητούσε για μένα τις προάλλες. «Τι έλεγε ο μεγάλος δάσκαλος;», τους ρώτησα. «Αυτό το κορίτσι θα μπορούσε να γίνει λαϊκό είδωλο. Δεν έγινε όμως».

Ναι, δεν έγινα. Δεν θα μπορούσα να γίνω, γιατί δεν είμαι έτσι. Δεν μπορώ να το διαχειριστώ όλο αυτό. Εννοείται ότι μου αρέσει η αποδοχή και την αποζητώ, να με αγαπούν και να με θαυμάζουν. Από την άλλη, μεγάλωσα από την οικογένειά μου με μία αυστηρότητα και σοβαρότητα του να αντιμετωπίζω τα πάντα με ταπεινότητα στη ζωή. Για να σου δώσω ένα παράδειγμα, όταν ήρθε η αδερφή μου και με είδε στην παράσταση, ενώ μου είπε μπράβο, πόσο υπερήφανη είναι για μένα, καθόμασταν να συζητάμε όλα τα αρνητικά, τι μπορεί να πήγε λάθος. Είναι αυτό το κακό που έχουμε ως Έλληνες, να βλέπουμε πάντα αυτό που λείπει, αυτό που δεν έχουμε, αντί να είμαστε ευγνώμονες για το καλό που μας συμβαίνει.

Χρήματα έχετε βγάλει ως ηθοποιός;
Μα μην με κάνεις να γελάσω τώρα. Στην Ελλάδα μας, χίλιες επιτυχίες να κάνεις ως ηθοποιός, χρήματα δεν θα βγάλεις. Γενικά έχω καταλήξει ότι το χρήμα πρέπει είτε να το κληρονομήσεις, είτε να το παντρευτείς, είτε να το παρανομήσεις. Τέλος πάντων, ας μην πάμε τη συζήτηση σε τέτοια μονοπάτια.

Θα την επιστρέψω στη Σεβάς Χανούμ. Τι διαφορετικό θα δούμε στο φετινό ανέβασμα;
Έχω πλέον μία μεγαλύτερη ευλυγισία σαν ηθοποιός και σαν άνθρωπος και νομίζω ότι έχω καταφέρει να φωτίσω καινούργιες γωνίες αυτής της σπουδαίας γυναίκας. Τότε, είχατε δει μία Σεβάς πιο βαριά και φοβισμένη. Τώρα, θα δείτε μία Σεβάς πιο δυναμική, που θέλει να διηγηθεί την ιστορία της πατώντας σταθερά και δυνατά στα πόδια της.

Ζούμε σε μία εποχή που η γυναικεία δυναμική ολοένα και αυξάνεται σε ένταση ;
Είμαι χαρούμενη που νιώθω ότι δεν λείπουν καθόλου σήμερα γυναίκες σαν τη Σεβάς. Ευγνώμων που θα ζήσω στον αιώνα που οι γυναίκες ξυπνάμε, ανεβαίνουμε ψηλά και χειραφετούμαστε. Που αρχίζουμε να βάζουμε τα πράγματα στη θέση τους. Είναι ολοφάνερο ότι είμαστε ικανές για τα πάντα και πλέον, αποφασισμένες να τα κατακτήσουμε.

Και μετά τη Σεβάς Χανούμ;
Έχουμε πει με τον Κωνσταντίνο Ρήγο να κάνουμε μία κωμωδία. Λίγη χαρά βρε παιδί μου. Τόσα γίνονται γύρω μας, να γελάσουμε.

Τόση ώρα μιλάμε και ακούω μουσική να παίζει στο background. Τι ακούτε;
Συνήθως, κλασική μουσική στο Τρίτο Πρόγραμμα. Τώρα όμως, Kiss FM, νεανικά τραγούδια για να ξυπνήσω, να ξεκινήσει η μέρα μου. Την αγαπώ τη μουσική. Παίζει πάντα στο σπίτι μου.

Αυτή τη στιγμή, τι παίζει;
Αγαπημένους Pet Shop Boys, που τους είχα δει τον χειμώνα στο Παρίσι.

Κείμενο: Γιώργος Χρονάς

Σκηνοθεσία-διασκευή: Κωνσταντίνος Ρήγος

Φωτισμοί: Χρήστος Τσιόγκας

Ερμηνεύει η  Κωνσταντίνα Μιχαήλ

Στο ρόλο του δημοσιογράφου ο Ιάσονας Χρόνης

Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Ρήγος

Δημιουργικό αφίσας: Κωνσταντίνος Γεωργαντάς

Γραφείο Τύπου-Προβολή: Μαρία Τσολάκη

Social Media -Διαφήμιση: Renegade Media / Βασίλης Ζαρκαδούλας

Παραγωγή: ΤΕΧΝΗΧΩΡΟΣ

Θέατρο Σημείο. Κάθε Παρασκευή & Σάββατο στις 21.00, Κυριακή στις 20.00. Προπώληση εδώ

 

πηγή: oneman.gr